φυτευτήρι: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (1 revision imported)
lsj>Spiros
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[φυτευτήριον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] κατάλληλο για το [[φύτευμα]] ποωδών, [[κυρίως]], [[φυτών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλάδος]] φυτού που χρησιμεύει για [[μεταφύτευση]] και πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έκταση]] γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για [[μεταφύτευση]], [[φυτώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτεύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i>(<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κλαδευ</i>-<i>τήρι</i>(<i>ον</i>)].
|mltxt=το / [[φυτευτήριον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] κατάλληλο για το [[φύτευμα]] ποωδών, [[κυρίως]], [[φυτών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλάδος]] φυτού που χρησιμεύει για [[μεταφύτευση]] και πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έκταση]] γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για [[μεταφύτευση]], [[φυτώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτεύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i>(<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> [[κλαδευτήρι]] ([[κλαδευτήριον]])].
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 10:35, 7 October 2024

Greek Monolingual

το / φυτευτήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο κατάλληλο για το φύτευμα ποωδών, κυρίως, φυτών
μσν.-αρχ.
κλάδος φυτού που χρησιμεύει για μεταφύτευση και πολλαπλασιασμό, καταβολάδα
αρχ.
έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για μεταφύτευση, φυτώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεύω + κατάλ. -τήρι(ον), πρβλ. κλαδευτήρι (κλαδευτήριον)].

Translations

dibble

Catalan: plantador; Czech: sázecí kolík; Danish: plantepind, plantestok; Dutch: pootijzer, pootstok; English: dibble, dib, dibber; Finnish: istutuspuikko; French: plantoir; Galician: plantador; German: Pflanzholz, Setzholz; Greek: εμφυτευτήριο, φυτευτήριο, φυτευτήρι; Ancient Greek: βωλοστρόφιον, ἐμβολεύς; Irish: stibhín; Italian: piantatoio; Laboya: kanyakka; Latin: pastinum; Macedonian: колче; Maori: kōkotaia; Norwegian Bokmål: plantepinne; Polish: sadzak; Spanish: plantador; Welsh: tyllwr