νυκτέπαρχος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(8) |
m (1 revision imported) |
||
(8 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nykteparchos | |Transliteration C=nykteparchos | ||
|Beta Code=nukte/parxos | |Beta Code=nukte/parxos | ||
|Definition=ὁ, = | |Definition=ὁ, [[commander of the vigiles]], [[commander of the watchmen]], [[chief officer of the night watch]], Lat. [[praefectus vigilum]], Just.''Nov.''13.1 ''Intr.'' | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νυκτέπαρχος''': ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἔχων τὴν ἀρχηγίαν, ὁ ἄλλως λεγόμενος, [[ἔπαρχος]] τῶν νυκτῶν, [[πραίτωρ]] τοῦ δήμου, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 58Ε, Ἰουστινιαν. Νεαραὶ 13, 3. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτέπαρχος]], ὁ (ΑΜ)<br />(στο Βυζάντιο) [[έπαρχος]], [[αρχηγός]] της νυχτερινής φρουράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔπαρχος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:24, 11 October 2024
English (LSJ)
ὁ, commander of the vigiles, commander of the watchmen, chief officer of the night watch, Lat. praefectus vigilum, Just.Nov.13.1 Intr.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτέπαρχος: ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἔχων τὴν ἀρχηγίαν, ὁ ἄλλως λεγόμενος, ἔπαρχος τῶν νυκτῶν, πραίτωρ τοῦ δήμου, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 58Ε, Ἰουστινιαν. Νεαραὶ 13, 3.
Greek Monolingual
νυκτέπαρχος, ὁ (ΑΜ)
(στο Βυζάντιο) έπαρχος, αρχηγός της νυχτερινής φρουράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἔπαρχος.