παρομοίωσις: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paromoiosis | |Transliteration C=paromoiosis | ||
|Beta Code=paromoi/wsis | |Beta Code=paromoi/wsis | ||
|Definition= | |Definition=παρομοιώσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[assimilation]], especially of sounds in the ends of successive clauses, [[assonance]], Arist. ''Rh.'' 1410a24, D.H.''Amm.''2.17(pl.), ''Lys.'' 14 (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[comparison]], Arist.''Rh.Al.'' 1430b9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=παρομοιώσεως (ἡ) :<br />ressemblance de mots qui se correspondent au commencement <i>ou</i> à la fin de deux membres de phrase consécutifs.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁμοιόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρομοίωσις:''' | |elrutext='''παρομοίωσις:''' παρομοιώσεως ἡ рит. [[созвучие]], [[ассонанс]] (сходство в окончаниях фраз или стихов Arst. - напр. τετοκέναι и γεγονέναι). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρομοίωσις | |elnltext=παρομοίωσις, παρομοιώσεως, ἡ [[παρόμοιος]] ret. [[parhomoiosis]]:. παρομοίωσις δὲ ἐὰν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τὸ κῶλον parhomoiosis is, wanneer elk van beide zinsdelen bijna gelijk eindigt Aristot. Rh. 1410a24. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρομοίωσις''': ἡ, [[παρομοίωσις]] δὲ ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων. Ἀνάγκη δὲ ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς ἔχειν· καὶ ἀρχὴ μὲν αἰεὶ τὰ ὀνόματα (ὡς π. χ. ἀγρὸν γὰρ ἔλαβον ἀργὸν παρ’ [[αὐτοῦ]]), ἡ δὲ τελευτὴ τὰς ἐσχάτας συλλαβάς, ἢ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος πτώσεις ἢ τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] (ὡς π. χ. ᾠήθησαν αὐτὸν [[παιδίον]] τετοκέναι, ἀλλ’ [[αὐτοῦ]] αἴτιον γεγονέναι καὶ ἐν πλείσταις δὲ φροντίσι, καὶ ἐν ἐλαχίσταις ἐλπίσι κτλ.) Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 12, 4, Διονυσίου Ἁλ. π. Λυσ· 14, π. Ἰσοκρ. 2· ὁ Rutil. Lup. καλεῖ τὸ [[σχῆμα]] τοῦτο παρόμοιον, 2. 12· ὁ δὲ Διονύσ. Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 22 ὁμιλεῖ περὶ κώλων παρομοίων, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 25. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 13 October 2024
English (LSJ)
παρομοιώσεως, ἡ,
A assimilation, especially of sounds in the ends of successive clauses, assonance, Arist. Rh. 1410a24, D.H.Amm.2.17(pl.), Lys. 14 (pl.).
2 comparison, Arist.Rh.Al. 1430b9.
German (Pape)
[Seite 526] ἡ, Verähnlichung, bes. der neben einander stehenden Glieder eines Redesatzes, der Ausgänge der Sätze oder Verse, Arist. rhet. 3, 9 erkl. ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων, ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς, und führt als Beispiele an δωρητοί τ' ἐπέλοντο παραῤῥητοί τ' ἐπέεσσιν Il. 9, 522 u. ῴήθησαν αὐτὸν παιδίον τετοκέναι, ἀλλ' αὐτοῦ αἴτιον γεγονέναι. So auch D. Hal. de Lys. 14 de Isocr. 2.
French (Bailly abrégé)
παρομοιώσεως (ἡ) :
ressemblance de mots qui se correspondent au commencement ou à la fin de deux membres de phrase consécutifs.
Étymologie: παρά, ὁμοιόω.
Russian (Dvoretsky)
παρομοίωσις: παρομοιώσεως ἡ рит. созвучие, ассонанс (сходство в окончаниях фраз или стихов Arst. - напр. τετοκέναι и γεγονέναι).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρομοίωσις, παρομοιώσεως, ἡ παρόμοιος ret. parhomoiosis:. παρομοίωσις δὲ ἐὰν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τὸ κῶλον parhomoiosis is, wanneer elk van beide zinsdelen bijna gelijk eindigt Aristot. Rh. 1410a24.
Greek (Liddell-Scott)
παρομοίωσις: ἡ, παρομοίωσις δὲ ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων. Ἀνάγκη δὲ ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς ἔχειν· καὶ ἀρχὴ μὲν αἰεὶ τὰ ὀνόματα (ὡς π. χ. ἀγρὸν γὰρ ἔλαβον ἀργὸν παρ’ αὐτοῦ), ἡ δὲ τελευτὴ τὰς ἐσχάτας συλλαβάς, ἢ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος πτώσεις ἢ τὸ αὐτὸ ὄνομα (ὡς π. χ. ᾠήθησαν αὐτὸν παιδίον τετοκέναι, ἀλλ’ αὐτοῦ αἴτιον γεγονέναι καὶ ἐν πλείσταις δὲ φροντίσι, καὶ ἐν ἐλαχίσταις ἐλπίσι κτλ.) Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 12, 4, Διονυσίου Ἁλ. π. Λυσ· 14, π. Ἰσοκρ. 2· ὁ Rutil. Lup. καλεῖ τὸ σχῆμα τοῦτο παρόμοιον, 2. 12· ὁ δὲ Διονύσ. Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 22 ὁμιλεῖ περὶ κώλων παρομοίων, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 25.