κάδ: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(6_6) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kad | |Transliteration C=kad | ||
|Beta Code=ka/d | |Beta Code=ka/d | ||
|Definition=Ep. for | |Definition=Ep. for [[κατά]] before δ<br><span class="bld">A</span>, κὰδ δώματα Od.4.72; κ. δύναμιν Hes. ''Op.''336; before [[δέ]], Il.2.160, etc.; <b class="b3">κ. δ' ἔβαλε</b> by tmesis for <b class="b3">κατέβαλε δέ</b>, Od.4.344. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>par apocope et assimilation poét. pour</i> [[κατά]] <i>devant un</i> δ : κὰδ [[δέ]], κὰδ δύναμιν. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάδ ep. apoc. van κατά (voor een δ). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάδ:''' эп.-дор. = [[κατά]] перед начальной δ следующего слова: [[κάδ]] δύναμιν Hes. (= κατὰ δύναμιν) в меру возможности. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάδ''': Ἐπικ. ἀντὶ κατὰ πρὸ τοῦ δ, κὰδ δώματα Ὀδ. Δ. 72· κὰδ δύναμιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334· ἀλλαχοῦ πρὸ τοῦ δέ, Ἰλ. Β. 160, κτλ.· κάδ’ δ’ ἔβαλε, κατὰ τμῆσιν ἀντὶ τοῦ κατέβαλε δέ, Ὀδ. Δ. 344· πρβλ. καβαίνω, κάζελε, καυάξαις. | |lstext='''κάδ''': Ἐπικ. ἀντὶ κατὰ πρὸ τοῦ δ, κὰδ δώματα Ὀδ. Δ. 72· κὰδ δύναμιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334· ἀλλαχοῦ πρὸ τοῦ δέ, Ἰλ. Β. 160, κτλ.· κάδ’ δ’ ἔβαλε, κατὰ τμῆσιν ἀντὶ τοῦ κατέβαλε δέ, Ὀδ. Δ. 344· πρβλ. καβαίνω, κάζελε, καυάξαις. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=see [[κατά]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάδ:''' Επικ. αντί κατά [[πριν]] από το <i>δ</i>, <i>κὰδ δώματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κὰδ δύναμιν</i>, σε Ησίοδ.· <i>κὰδ δ' ἔβαλε</i>, με [[τμήση]] αντί <i>κατέβαλε δέ</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:37, 13 October 2024
English (LSJ)
Ep. for κατά before δ
A, κὰδ δώματα Od.4.72; κ. δύναμιν Hes. Op.336; before δέ, Il.2.160, etc.; κ. δ' ἔβαλε by tmesis for κατέβαλε δέ, Od.4.344.
French (Bailly abrégé)
par apocope et assimilation poét. pour κατά devant un δ : κὰδ δέ, κὰδ δύναμιν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάδ ep. apoc. van κατά (voor een δ).
Russian (Dvoretsky)
κάδ: эп.-дор. = κατά перед начальной δ следующего слова: κάδ δύναμιν Hes. (= κατὰ δύναμιν) в меру возможности.
Greek (Liddell-Scott)
κάδ: Ἐπικ. ἀντὶ κατὰ πρὸ τοῦ δ, κὰδ δώματα Ὀδ. Δ. 72· κὰδ δύναμιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334· ἀλλαχοῦ πρὸ τοῦ δέ, Ἰλ. Β. 160, κτλ.· κάδ’ δ’ ἔβαλε, κατὰ τμῆσιν ἀντὶ τοῦ κατέβαλε δέ, Ὀδ. Δ. 344· πρβλ. καβαίνω, κάζελε, καυάξαις.
English (Autenrieth)
see κατά.
Greek Monotonic
κάδ: Επικ. αντί κατά πριν από το δ, κὰδ δώματα, σε Ομήρ. Οδ.· κὰδ δύναμιν, σε Ησίοδ.· κὰδ δ' ἔβαλε, με τμήση αντί κατέβαλε δέ, σε Ομήρ. Οδ.