ορειφοίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(29)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρειφοίτης]] και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («[[ὀρειφοίτης]] [[Διόνυσος]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀροι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ουρανο</i>-[[φοίτης]].
|mltxt=[[ὀρειφοίτης]] και [[ὀροιφοίτης]], ὁ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («[[ὀρειφοίτης]] [[Διόνυσος]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀροι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), [[πρβλ]]. [[ουρανοφοίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 05:53, 15 October 2024

Greek Monolingual

ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. ουρανοφοίτης.