ἀποκάθαρμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(3)
 
mNo edit summary
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apokatharma
|Transliteration C=apokatharma
|Beta Code=a)poka/qarma
|Beta Code=a)poka/qarma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is cleared off, excretion</b>, ἀ. ἡ χολή <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>677a29</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">HA</span>546b24</span>; <b class="b2">by-product, dross</b>, <span class="bibl">624a15</span>; <b class="b2">dregs</b>, τῶν ὄντων <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>5.170d</span>; <b class="b2">offscourings, slops</b>, St.Byz. s.v. [[Ἀζανία]] (pl.).</span>
|Definition=ἀποκαθάρματος, τό, [[that which is cleared off]], [[excretion]], ἀ. ἡ χολή [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''677a29, cf. ''HA''546b24; [[by-product]], [[dross]], 624a15; [[dregs]], τῶν ὄντων Jul.''Or.''5.170d; [[offscourings]], [[slops]], St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Ἀζανία]] (pl.).
}}
{{DGE
|dgtxt=ἀποκαθάρματος, τό<br />[[residuo]], [[desecho]] ἀποκάθαρμά ἐστιν ἡ χολή Arist.<i>PA</i> 677<sup>a</sup>29, τοῦτο δὲ συμβαίνει ὥσπερ [[ἀποκάθαρμα]] (<i>[[sc.]]</i> μελίκηρα) Arist.<i>HA</i> 546<sup>b</sup>24, ὥσπερ [[ἀποκάθαρμα]] αὐταῖς τοῦ κηροῦ (<i>[[sc.]]</i> μίτυς) Arist.<i>HA</i> 624<sup>a</sup>15, ἀ. τῶν ὄντων Iul.<i>Or</i>.8.170d, ἐμβαλεῖν τὰ ἀποκαθάρματα tirar la basura</i> St.Byz.s.u. [[Ἀζανία]], τὰ ἀποκαθάρματα ἤτοι ἀποκοσκινήματα <i>PMasp</i>.2.3.11 (VI d.C.), τὸ [[ἀποκάθαρμα]] τοῦ σώματος de la menstruación, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0305.png Seite 305]] τό, das beim Reinigen Weggeworfene, [[Unrat]], Arist. H. A. 5, 15; ein verworfener Mensch, [[Abschaum]], Sp. Auch was zum Reinigungsopfer gebraucht wird.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκάθαρμα:''' ἀποκαθάρματος τό физиол. [[выделение]], [[секрет]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποκάθαρμα''': ἀποκαθάρματος, τό, τὸ ἀπεκκρινόμενον, τὸ περίττωμα, [[ἀποκάθαρμα]] ἡ χολὴ Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 4. 2, 10· ὅσα ἐκ ἀποκαθάρματος γίνονται καὶ ἐκκρίσεως Πρβλ. 4. 13, (ἡ [[μίτυς]]) [[ὥσπερ]] [[ἀποκάθαρμα]] αὐταῖς τοῦ κηροῦ Ἱστ. Ζ. 1. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀποκαθάρματα, τὰ ἐκ τοῦ καθαρμοῦ ἀποπλύματα, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξει [[Ἀζανία]]: - πρβλ. [[κάθαρμα]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α), ό,τι αποβάλλεται με τις απεκκρίσεις του οργανισμού.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 15 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκᾰθᾰρμα Medium diacritics: ἀποκάθαρμα Low diacritics: αποκάθαρμα Capitals: ΑΠΟΚΑΘΑΡΜΑ
Transliteration A: apokátharma Transliteration B: apokatharma Transliteration C: apokatharma Beta Code: a)poka/qarma

English (LSJ)

ἀποκαθάρματος, τό, that which is cleared off, excretion, ἀ. ἡ χολή Arist.PA677a29, cf. HA546b24; by-product, dross, 624a15; dregs, τῶν ὄντων Jul.Or.5.170d; offscourings, slops, St.Byz. s.v. Ἀζανία (pl.).

Spanish (DGE)

ἀποκαθάρματος, τό
residuo, desecho ἀποκάθαρμά ἐστιν ἡ χολή Arist.PA 677a29, τοῦτο δὲ συμβαίνει ὥσπερ ἀποκάθαρμα (sc. μελίκηρα) Arist.HA 546b24, ὥσπερ ἀποκάθαρμα αὐταῖς τοῦ κηροῦ (sc. μίτυς) Arist.HA 624a15, ἀ. τῶν ὄντων Iul.Or.8.170d, ἐμβαλεῖν τὰ ἀποκαθάρματα tirar la basura St.Byz.s.u. Ἀζανία, τὰ ἀποκαθάρματα ἤτοι ἀποκοσκινήματα PMasp.2.3.11 (VI d.C.), τὸ ἀποκάθαρμα τοῦ σώματος de la menstruación, Clem.Al.Paed.2.10.

German (Pape)

[Seite 305] τό, das beim Reinigen Weggeworfene, Unrat, Arist. H. A. 5, 15; ein verworfener Mensch, Abschaum, Sp. Auch was zum Reinigungsopfer gebraucht wird.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκάθαρμα: ἀποκαθάρματος τό физиол. выделение, секрет Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάθαρμα: ἀποκαθάρματος, τό, τὸ ἀπεκκρινόμενον, τὸ περίττωμα, ἀποκάθαρμα ἡ χολὴ Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 4. 2, 10· ὅσα ἐκ ἀποκαθάρματος γίνονται καὶ ἐκκρίσεως Πρβλ. 4. 13, (ἡ μίτυς) ὥσπερ ἀποκάθαρμα αὐταῖς τοῦ κηροῦ Ἱστ. Ζ. 1. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀποκαθάρματα, τὰ ἐκ τοῦ καθαρμοῦ ἀποπλύματα, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξει Ἀζανία: - πρβλ. κάθαρμα.

Greek Monolingual

το (Α), ό,τι αποβάλλεται με τις απεκκρίσεις του οργανισμού.