νοομάντης: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(27)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. νοομάντις, -ιδος<br />[[άτομο]] που έχει την [[ικανότητα]] να μαντεύει τη [[σκέψη]] άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=νοομάντης, ο, θηλ. [[νοομάντις]], -ιδος<br />[[άτομο]] που έχει την [[ικανότητα]] να μαντεύει τη [[σκέψη]] άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:28, 31 October 2024

Greek Monolingual

νοομάντης, ο, θηλ. νοομάντις, -ιδος
άτομο που έχει την ικανότητα να μαντεύει τη σκέψη άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + μάντης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].