κροτώνη: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(7) |
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krotoni | |Transliteration C=krotoni | ||
|Beta Code=krotw/nh | |Beta Code=krotw/nh | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[excrescence on trees]], esp. [[on the olive]], = [[γόγγρος]] ''ΙΙ'', [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''1.8.6.<br><span class="bld">II</span> in plural, [[fragments of bronchial cartilage]], Hp.''Morb.'' 2.53, cf. Gal.19.115. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1514.png Seite 1514]] ἡ, Knorren, [[Astknoten]], bes. am Oelbaume, Theophr. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κροτώνη''': ἡ, ὡς τὸ [[γόγγρος]] ΙΙ, [[τυλώδης]] ἀπόφυσις δένδρου, ἰδίως ἐλαίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 6. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κροτώνη]], ἡ (Α) [[κροτών]]<br /><b>1.</b> σκληρή [[απόφυση]] δέντρου και ειδικά της [[ελιάς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κροτῶναι</i><br />κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κροτώνη -ης, ἡ uitgroeisel (aan olijfboom). geneesk., plur. bronchiaal kraakbeen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:20, 1 November 2024
English (LSJ)
ἡ,
A excrescence on trees, esp. on the olive, = γόγγρος ΙΙ, Thphr. HP1.8.6.
II in plural, fragments of bronchial cartilage, Hp.Morb. 2.53, cf. Gal.19.115.
German (Pape)
[Seite 1514] ἡ, Knorren, Astknoten, bes. am Oelbaume, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κροτώνη: ἡ, ὡς τὸ γόγγρος ΙΙ, τυλώδης ἀπόφυσις δένδρου, ἰδίως ἐλαίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 6.
Greek Monolingual
κροτώνη, ἡ (Α) κροτών
1. σκληρή απόφυση δέντρου και ειδικά της ελιάς
2. στον πληθ. αἱ κροτῶναι
κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροτώνη -ης, ἡ uitgroeisel (aan olijfboom). geneesk., plur. bronchiaal kraakbeen.