φλυκτίς: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flyktis | |Transliteration C=flyktis | ||
|Beta Code=flukti/s | |Beta Code=flukti/s | ||
|Definition=-ίδος (but acc. pl. φλύκτεις Dsc.2.101), ἡ, = [[φλύκταινα]], [[Theophrastus]] ''Ign.''39; [[boil]], [[LXX]] ''Ex.''9.9, Gal.13.357. | |Definition=-ίδος (but acc. pl. φλύκτεις Dsc.2.101), ἡ, = [[φλύκταινα]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''39; [[boil]], [[LXX]] ''Ex.''9.9, Gal.13.357. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:39, 2 November 2024
English (LSJ)
-ίδος (but acc. pl. φλύκτεις Dsc.2.101), ἡ, = φλύκταινα, Thphr. Ign.39; boil, LXX Ex.9.9, Gal.13.357.
German (Pape)
[Seite 1293] ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φλυκτίς: -ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Ἱππ. 673. 37, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 39, Γαλην. τ. 19, σ. 433, 4.
Greek Monolingual
και φλοκτίς, -ίδος, ἡ, ΜΑ
φλεγμονώδες πυώδες εξοίδημα του δέρματος, φλύκταινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα bhl-u- του ρ. φλύω με λαρυγγική παρέκταση -γ- (βλ. και λ. φλύω) και επίθημα -τι-ς (πρβλ. κύσ-τι-ς), βλ. και λ. φλύκταινα.