σχοινιοστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σχοινοστρόφος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που συστρέφει [[σχοινιά]], ο [[σχοινοπλόκος]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιστρέφει [[σχοινί]] για την [[άντληση]] νερού<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που αντλεί [[νερό]]<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[κάναβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοινίον]] / [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])].
|mltxt=και [[σχοινοστρόφος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που συστρέφει [[σχοινιά]], ο [[σχοινοπλόκος]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιστρέφει [[σχοινί]] για την [[άντληση]] νερού<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που αντλεί [[νερό]]<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[κάναβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοινίον]] / [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])].
}}
{{trml
|trtx====[[Cannabis sativa]]===
Afrikaans: daggaplant; Arabic: قِنَّب هِنْدِيّ; Chinese Cantonese: [[大麻]]; Hokkien: 大麻; Mandarin: [[大麻]], [[線麻]], [[线麻]]; Coptic: ⲉⲣⲃⲓⲥⲓ; Czech: konopí; Danish: cannabis; Esperanto: kanabo; Finnish: hamppu; German: [[Hanf]], [[Cannabis]]; Ancient Greek: [[κάνναβις ἥμερος]], [[κάνναβις]], [[γελωτόφυλλις]], [[ἀστέριον]], [[σχοινιοστρόφος]]; Hawaiian: paka lōlō; Latin: [[cannabis]]; Maori: taru rauhea; Norwegian Bokmål: hamp, cannabis, kannabis; Nynorsk: hamp, cannabis, kannabis; Scottish Gaelic: cainb, còrcach; Slovak: konopa; Spanish: [[cáñamo]]; Thai: กัญชา
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινιοστρόφος Medium diacritics: σχοινιοστρόφος Low diacritics: σχοινιοστρόφος Capitals: ΣΧΟΙΝΙΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: schoiniostróphos Transliteration B: schoiniostrophos Transliteration C: schoiniostrofos Beta Code: sxoiniostro/fos

English (LSJ)

ὁ,
A rope-maker, Poll.7.160; cf. σχοινοστρόφος.
2 water-drawer, Sch.Ar.Ra.1332.
II σχοινιόστροφον, τό, = ἵππουρις (horsetail), Ps.-Dsc.4.46.
2 = κάνναβις ἥμερος (Cannabis sativa), Id.3.148.

German (Pape)

[Seite 1056] Il Stricke drehend. – 2) das Brunnenseil drehend u. damit Wasser schöpfend, Schol. Ar. Ran. 1332.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινιοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πολυδ. Z΄, 160. 2) ὁ ἀντλῶν ὕδωρ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1297. ΙΙ. σχοινιόστροφον, τό, φυτόν τι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 46.

Greek Monolingual

και σχοινοστρόφος, ὁ, Α
1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος
2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό
4. το φυτό κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + -στροφος (< στρέφω)].

Translations

Cannabis sativa

Afrikaans: daggaplant; Arabic: قِنَّب هِنْدِيّ; Chinese Cantonese: 大麻; Hokkien: 大麻; Mandarin: 大麻, 線麻, 线麻; Coptic: ⲉⲣⲃⲓⲥⲓ; Czech: konopí; Danish: cannabis; Esperanto: kanabo; Finnish: hamppu; German: Hanf, Cannabis; Ancient Greek: κάνναβις ἥμερος, κάνναβις, γελωτόφυλλις, ἀστέριον, σχοινιοστρόφος; Hawaiian: paka lōlō; Latin: cannabis; Maori: taru rauhea; Norwegian Bokmål: hamp, cannabis, kannabis; Nynorsk: hamp, cannabis, kannabis; Scottish Gaelic: cainb, còrcach; Slovak: konopa; Spanish: cáñamo; Thai: กัญชา