διαυθεντέω: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diafthenteo
|Transliteration C=diafthenteo
|Beta Code=diauqente/w
|Beta Code=diauqente/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be certainly informed]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.425</span>.</span>
|Definition=to [[be certainly informed]], S.E.''M.''7.425.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[afirmar con autoridad]], [[afirmar con certeza]] τὸ δ' εἰ ταῖς ἀληθείαις τοιοῦτόν ἐστι οἷον καὶ φαίνεται ... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν S.E.<i>M</i>.7.425.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[tener autoridad sobre]] γυναιξὶ οὐκ ἐπιτρέπω ... διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρός Chrys.M.60.698.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] zuverlässig behaupten, Sext. Emp. adv. math. 7, 425.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] [[zuverlässig behaupten]], Sext. Emp. adv. math. 7, 425.
}}
}}
{{ls
{{elru
|lstext='''διαυθεντέω''': βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.<br />2) [[μετὰ]] γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).
|elrutext='''διαυθεντέω:''' [[с уверенностью утверждать]] Sext.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[afirmar con autoridad]], [[con certeza]] τὸ δ' εἰ ταῖς ἀληθείαις τοιοῦτόν ἐστι οἷον καὶ φαίνεται ... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν S.E.<i>M</i>.7.425.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[tener autoridad sobre]] γυναιξὶ οὐκ ἐπιτρέπω ... διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρός Chrys.M.60.698.
|mltxt=διαυθεντῶ ([[διαυθεντέω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[βεβαιώνω]] με [[ασφάλεια]], [[είμαι]] καλά πληροφορημένος («τὸ δ' εἰ ταῖς αληθείαις τοιοῦτον ἐστιν... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν», Σέξτ. Εμπ., <i>Προς Μαθηματικούς</i>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[είμαι]] [[κύριος]], [[δεσπόζω]] («διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ [[ἐπιτρέπω]], οὐδὲ διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρὸς» <b>Ιω. Χρυσ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαυθεντέω:''' с уверенностью утверждать Sext.
|lstext='''διαυθεντέω''': βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.<br />2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).
}}
}}

Latest revision as of 18:58, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυθεντέω Medium diacritics: διαυθεντέω Low diacritics: διαυθεντέω Capitals: ΔΙΑΥΘΕΝΤΕΩ
Transliteration A: diauthentéō Transliteration B: diauthenteō Transliteration C: diafthenteo Beta Code: diauqente/w

English (LSJ)

to be certainly informed, S.E.M.7.425.

Spanish (DGE)

1 afirmar con autoridad, afirmar con certeza τὸ δ' εἰ ταῖς ἀληθείαις τοιοῦτόν ἐστι οἷον καὶ φαίνεται ... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν S.E.M.7.425.
2 c. gen. tener autoridad sobre γυναιξὶ οὐκ ἐπιτρέπω ... διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρός Chrys.M.60.698.

German (Pape)

[Seite 609] zuverlässig behaupten, Sext. Emp. adv. math. 7, 425.

Russian (Dvoretsky)

διαυθεντέω: с уверенностью утверждать Sext.

Greek Monolingual

διαυθεντῶ (διαυθεντέω) (Α)
1. βεβαιώνω με ασφάλεια, είμαι καλά πληροφορημένος («τὸ δ' εἰ ταῖς αληθείαις τοιοῦτον ἐστιν... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν», Σέξτ. Εμπ., Προς Μαθηματικούς)
2. (με γεν.) είμαι κύριος, δεσπόζω («διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρὸς» Ιω. Χρυσ.).

Greek (Liddell-Scott)

διαυθεντέω: βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.
2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).