προαπόλλυμαι: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(CSV import) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προαπόλλῠμαι:''' μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i> — Παθ., καταστρέφομαι [[πρώτος]], [[χάνομαι]] εκ των προτέρων ή [[πρώτος]], σε Θουκ.· <i>μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται</i> (όπως αν προερχόταν από <i>-απολλύω</i>), σε Πλάτ. | |lsmtext='''προαπόλλῠμαι:''' μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i> — Παθ., καταστρέφομαι [[πρώτος]], [[χάνομαι]] εκ των προτέρων ή [[πρώτος]], σε Θουκ.· <i>μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται</i> (όπως αν προερχόταν από <i>-απολλύω</i>), σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -ολοῦμαι perf. -όλωλα<br />Pass.:— to be [[first]] destroyed, to [[perish]] [[before]] or [[first]], Thuc.; μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (as if from -απολλύὠ Plat. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[prius perire]]'', to [[perish first]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.61.5/ 5.61.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.77.2/ 6.77.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:49, 16 November 2024
Greek (Liddell-Scott)
προαπόλλῠμαι: μέλλ. -ολοῦμαι, πρκμ. -όλωλα· παθ.· ― πρῶτος ἐγὼ ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι, χάνομαι πρότερον ἢ πρῶτος. Ἀντιφῶν 137. 20, Θουκ. 5. 61., 6. 77· μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (ὥσπερ ἐξ ὁριστ. -απολλύω), Πλάτ. Φαίδων 91D· προαπόλωλεν ἐφ’ ἃ ἐπλέομεν Δημ. 50. 24· ― μετὰ γεν., τῶν ἄλλων προαπολοῦνται Λυσ. 193. 3.
Greek Monotonic
προαπόλλῠμαι: μέλ. -ολοῦμαι, παρακ. -όλωλα — Παθ., καταστρέφομαι πρώτος, χάνομαι εκ των προτέρων ή πρώτος, σε Θουκ.· μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (όπως αν προερχόταν από -απολλύω), σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -ολοῦμαι perf. -όλωλα
Pass.:— to be first destroyed, to perish before or first, Thuc.; μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (as if from -απολλύὠ Plat.
Lexicon Thucydideum
prius perire, to perish first, 5.61.5, 6.77.2.