ἀνεπιθεώρητος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepitheoritos | |Transliteration C=anepitheoritos | ||
|Beta Code=a)nepiqew/rhtos | |Beta Code=a)nepiqew/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπιθεώρητον, Astrol., [[not overlooked]], or [[not controlled]], Gal.19.548. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />astrol. [[no observado]], [[no contemplado]] ἐὰν δὲ [[ἀνεπιθεώρητος]] εἴη ἀπό τε κακοποιῶν καὶ ἀγαθοποιῶν pero si no es contemplada (la luna) ni por los (astros) maléficos ni por los benéficos</i> Gal.19.548. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπιθεώρητος''': -ον, ὁ μὴ θεωρηθείς, μὴ ἐξετασθείς, Ὠριγέν. | |lstext='''ἀνεπιθεώρητος''': -ον, ὁ μὴ θεωρηθείς, μὴ ἐξετασθείς, Ὠριγέν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπιθεώρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίον δεν έχει επιθεωρήσει ανώτερη [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεξέλεγκτος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπιθεώρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίον δεν έχει επιθεωρήσει ανώτερη [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεξέλεγκτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:47, 23 November 2024
English (LSJ)
ἀνεπιθεώρητον, Astrol., not overlooked, or not controlled, Gal.19.548.
Spanish (DGE)
-ον
astrol. no observado, no contemplado ἐὰν δὲ ἀνεπιθεώρητος εἴη ἀπό τε κακοποιῶν καὶ ἀγαθοποιῶν pero si no es contemplada (la luna) ni por los (astros) maléficos ni por los benéficos Gal.19.548.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιθεώρητος: -ον, ὁ μὴ θεωρηθείς, μὴ ἐξετασθείς, Ὠριγέν.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπιθεώρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός τον οποίον δεν έχει επιθεωρήσει ανώτερη αρχή
αρχ.
ο ανεξέλεγκτος.