παρισόομαι: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_1) |
(No difference)
|
Revision as of 09:09, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
παρισόομαι: (ἴσος) Παθ., ποιῶ ἐμαυτὸν ἴσον τινί, μετρῶ ἐμαυτὸν πρός τινα, παρισεύμενος (διάφ. γραφ. παρισούμενος) Δαρείῳ Ἡρόδ. 4. 166· παρισεύμενοι βασιλέϊ 8. 140, 1· ἐπεί ἡ Ἑλένῃ παρισωθῇ Θεόκρ. 18. 25. 2) γίνομαι ἴσως πρός τινα, τινι Πλάτ. Πολ. 409Ε· εἶμαι ἐπ᾿ ἴσης μέγας ὡς, Παυσ. 8. 25, 13.