ἀπηλιώτης: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(13_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0290.png Seite 290]] ὁ, [[ἄνεμος]], Ostwind, Her. 4, 22 u. öfter; Eur. Cycl. 19 u. Folgde; eigtl. = von der Sonne her, ion. für [[ἀφηλιώτης]]; Arist. mund. 4 meteorol. 2, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0290.png Seite 290]] ὁ, [[ἄνεμος]], Ostwind, Her. 4, 22 u. öfter; Eur. Cycl. 19 u. Folgde; eigtl. = von der Sonne her, ion. für [[ἀφηλιώτης]]; Arist. mund. 4 meteorol. 2, 6.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπηλιώτης''': ([[μετὰ]] τῆς λεξ. [[ἄνεμος]] ἢ καὶ [[ἄνευ]] αὐτῆς) ου, ὁ, ὁ ἀνατολικὸς [[ἄνεμος]], Λατ. subsolanus, Ἡρόδ. 4. 22., 7. 188 ([[ἔνθα]] ἴδε Wessel), Εὐρ. Κύκλ. 19, Θουκ. 3. 23: ἀντίθ. τῷ ζέφυρος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 6, πρβλ. π. Κόσμ. 4. 12, Ἀνέμ. Θέσ. 3. κ. ἐξ.: ― Ἐπίθ. ἀπηλιωτικός, ή, ον, ἐκ τοῦ μέρους τοῦ ἀπηλιώτου, ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 6, 21. ― Ὁ [[τύπος]] [[ἀπηλιώτης]] διετηρήθη παρ’ Ἀττ. καὶ σῴζεται γεγραμμένος ἐπὶ τοῦ Πύργου τοῦ Ἀνδρονίκου Κυρρήστου ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 518· [[ἀφηλιώτης]], εὕρηται μόνον ἐπὶ μεταγενεστέρου τινος πίνακος τῶν ἀνέμων, [[αὐτόθι]] 6180 (ἴδε ἐν λ. [[ἥλιος]]).
}}
}}

Revision as of 09:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπηλῐώτης Medium diacritics: ἀπηλιώτης Low diacritics: απηλιώτης Capitals: ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ
Transliteration A: apēliṓtēs Transliteration B: apēliōtēs Transliteration C: apiliotis Beta Code: a)phliw/ths

English (LSJ)

(with or without ἄνεμος), ου, ὁ,

   A east wind, Hdt.4.22, 7.188, E.Cyc.19, Th.3.23; opp. ζέφυρος, Arist.Mete.363b13, cf.Mu. 394b23, Vent.973a13, al.—The Ion. form ἀπηλιώτης is retained in Att., and appears on the Tower of Andronicus Cyrrhestes, CIG 518; ἀφηλιώτης on a later table of the winds, IG14.1308, and in Latin authors, Catull.26.3, SenecaQN5.16.4, Gell.2.22.8.

German (Pape)

[Seite 290] ὁ, ἄνεμος, Ostwind, Her. 4, 22 u. öfter; Eur. Cycl. 19 u. Folgde; eigtl. = von der Sonne her, ion. für ἀφηλιώτης; Arist. mund. 4 meteorol. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηλιώτης: (μετὰ τῆς λεξ. ἄνεμος ἢ καὶ ἄνευ αὐτῆς) ου, ὁ, ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος, Λατ. subsolanus, Ἡρόδ. 4. 22., 7. 188 (ἔνθα ἴδε Wessel), Εὐρ. Κύκλ. 19, Θουκ. 3. 23: ἀντίθ. τῷ ζέφυρος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 6, πρβλ. π. Κόσμ. 4. 12, Ἀνέμ. Θέσ. 3. κ. ἐξ.: ― Ἐπίθ. ἀπηλιωτικός, ή, ον, ἐκ τοῦ μέρους τοῦ ἀπηλιώτου, ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 6, 21. ― Ὁ τύπος ἀπηλιώτης διετηρήθη παρ’ Ἀττ. καὶ σῴζεται γεγραμμένος ἐπὶ τοῦ Πύργου τοῦ Ἀνδρονίκου Κυρρήστου ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 518· ἀφηλιώτης, εὕρηται μόνον ἐπὶ μεταγενεστέρου τινος πίνακος τῶν ἀνέμων, αὐτόθι 6180 (ἴδε ἐν λ. ἥλιος).