ἶφι: Difference between revisions

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
(13_6a)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] eigtl. alter Casus von ἴς, mit Digamma, nach Schol. Il. 1, 151 für ἰνόφι, Andere nehmen es für das neutr. eines alten Adjectivs [[ἶφις]]; mit Gewalt, mit Macht, <b class="b2">kräftig, gewaltig</b>; ἀνάσσειν, mit Macht herrschen, Il. 1, 38; ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι 1, 151; βοὸς ἶφι κταμένοιο 3, 375; ἀνέρι ἶφι δαμῆναι 19, 417, vgl. Od. 18, 156; ähnlich bei sp. Ep. Häufig in nom. pr., wie Ἰφιδάμας, Ἰφικλῆς.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] eigtl. alter Casus von ἴς, mit Digamma, nach Schol. Il. 1, 151 für ἰνόφι, Andere nehmen es für das neutr. eines alten Adjectivs [[ἶφις]]; mit Gewalt, mit Macht, <b class="b2">kräftig, gewaltig</b>; ἀνάσσειν, mit Macht herrschen, Il. 1, 38; ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι 1, 151; βοὸς ἶφι κταμένοιο 3, 375; ἀνέρι ἶφι δαμῆναι 19, 417, vgl. Od. 18, 156; ähnlich bei sp. Ep. Häufig in nom. pr., wie Ἰφιδάμας, Ἰφικλῆς.
}}
{{ls
|lstext='''ἶφι''': ([[ἴσως]] ἀρχαία δοτ. τοῦ ἴς, ὃ ἴδε), Ἐπικ. ἐπίρρ., ἰσχυρῶς, κραταιῶς, [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον [[μετὰ]] τεσσάρων ῥημάτων, ἶφι ἀνάσσειν, κραταιῶς ἢ κρατερῶς κυβερνᾶν, βασιλεύειν, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις Ἰλ. Α. 38, κτλ.· ἶφι μάχεσθαι, ἀνδρείως, Α. 151· ἶφι δαμῆναι, δαμασθῆναι ὑπερτέρα δυνάμει, Τ. 417, Ὀδ. Σ. 156· ἶφι κτάμενος Ἰλ. Γ. 375· ― [[οὕτως]], ἶφι βιησάμενος Εὔφορος 61· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε Ἐτυμ. Μ. σ. 480, 7. ― Συχν. ἐν κυρίοις ὀνόμασι, π.χ. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, κτλ.
}}
}}

Revision as of 09:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἶφι Medium diacritics: ἶφι Low diacritics: ίφι Capitals: ΙΦΙ
Transliteration A: îphi Transliteration B: iphi Transliteration C: ifi Beta Code: i)=fi

English (LSJ)

(A) (instrum. of ἴς, q.v.), Ep. Adv.

   A by force or might, freq. in Hom., but only with four Verbs, ἶ. ἀνάσσειν Il.1.38, etc.; ἶ. μάχεσθαι 1.151; ἶ. δαμῆναι 19.417, Od.18.156; βοὸς ἶ. κταμένοιο Il.3.375; later ἶ. βιησάμενος Euph.90, etc.—Freq. in prop. names, e.g. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, ϝιφιάδας, etc.
ἶφι (B), an Egyptian measure, prob. = 1/4 and 1/5 artaba, PMasp.138, 139, al. (vi A.D.), PLond.5.1687.11 (vi A.D.):—hence ἴφιον

   A μέτρον PMasp.308.3 (vi A.D.): written οἴφιν Hsch.

German (Pape)

[Seite 1275] eigtl. alter Casus von ἴς, mit Digamma, nach Schol. Il. 1, 151 für ἰνόφι, Andere nehmen es für das neutr. eines alten Adjectivs ἶφις; mit Gewalt, mit Macht, kräftig, gewaltig; ἀνάσσειν, mit Macht herrschen, Il. 1, 38; ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι 1, 151; βοὸς ἶφι κταμένοιο 3, 375; ἀνέρι ἶφι δαμῆναι 19, 417, vgl. Od. 18, 156; ähnlich bei sp. Ep. Häufig in nom. pr., wie Ἰφιδάμας, Ἰφικλῆς.

Greek (Liddell-Scott)

ἶφι: (ἴσως ἀρχαία δοτ. τοῦ ἴς, ὃ ἴδε), Ἐπικ. ἐπίρρ., ἰσχυρῶς, κραταιῶς, συχν. παρ᾿ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον μετὰ τεσσάρων ῥημάτων, ἶφι ἀνάσσειν, κραταιῶς ἢ κρατερῶς κυβερνᾶν, βασιλεύειν, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις Ἰλ. Α. 38, κτλ.· ἶφι μάχεσθαι, ἀνδρείως, Α. 151· ἶφι δαμῆναι, δαμασθῆναι ὑπερτέρα δυνάμει, Τ. 417, Ὀδ. Σ. 156· ἶφι κτάμενος Ἰλ. Γ. 375· ― οὕτως, ἶφι βιησάμενος Εὔφορος 61· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε Ἐτυμ. Μ. σ. 480, 7. ― Συχν. ἐν κυρίοις ὀνόμασι, π.χ. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, κτλ.