κατισχναίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme.
}}
{{ls
|lstext='''κατισχναίνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, [[ἐξασθενίζω]], [[φθείρω]], [[ξηραίνω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχναίνω]]).
}}
}}

Revision as of 09:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατισχναίνω Medium diacritics: κατισχναίνω Low diacritics: κατισχναίνω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΝΑΙΝΩ
Transliteration A: katischnaínō Transliteration B: katischnainō Transliteration C: katischnaino Beta Code: katisxnai/nw

English (LSJ)

   A cause to pine or waste away, A.Eu.138:—Pass., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Pl.R.561c, cf. J.AJ7.8.1:—fut. Med. inf. κατισχνᾰνεῖσθαι A.Pr.271.    II reduce a swelling, Hp.Prog. 23; αἱ Μοῦσαι τὸν ἔρωτα κ. Call.Epigr.47.3; weaken, ὀσμήν Thphr. Od.47.

German (Pape)

[Seite 1402] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme.

Greek (Liddell-Scott)

κατισχναίνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, ἐξασθενίζω, φθείρω, ξηραίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).