ἀπόδεσμος: Difference between revisions
(13_1) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0300.png Seite 300]] ὁ, 1) Band, Brustbinde, οἷς ἐνῆν τιτθίδια Ar. Poll. 7, 66; Luc. D. Mer. 12. – 2) Bündel, Plut. Dem. 30. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0300.png Seite 300]] ὁ, 1) Band, Brustbinde, οἷς ἐνῆν τιτθίδια Ar. Poll. 7, 66; Luc. D. Mer. 12. – 2) Bündel, Plut. Dem. 30. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπόδεσμος''': ὁ, [[δεσμός]], στηθόδεσμος, [[ζώνη]], «[[ἄντικρυς]] δὲ τὸν νῦν καλούμενον ὑπὸ τῶν γυναικῶν στηθόδεσμον, εὕροις ἂν ὀνομαζόμενον ἀπόδεσμον ἐν Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνους: τὴν πτέρυγα παραλύσασα τοῦ χιτωνίου καὶ τῶν ἀποδέσμων οἷς ἐνῆν τὰ τιτθία» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 66, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 13· ἡ δὲ φιλήσασα τὸ [[μῆλον]] μεταξὺ τῶν μαστῶν ὑπὸ τῷ ἀποδέσμῳ παρεβύσατο Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 1. ΙΙ. [[δέμα]], «κομπόδεμα», πολὺν χρόνον, ἐξ οὗ φοροίη τὸν ἀπόδεσμον ἐκεῖνον ὁ Δημοσθένης ὡς [[φυλακτήριον]] Πλουτ. Δημοσθ. 30· [[ἀπόδεσμος]] τῆς στακτῆς ἀδελφιδός μου ἐμοί Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. α΄, 13). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:18, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A band, breastband, girdle, Ar.Fr.320.13, Luc.DMeretr.12.1. II bag, case, receptacle, Plu.Dem.30, Paul.Aeg.3.41; στακτῆς sachet, LXXCa.1.13. 2 bundle, ἐπιστολῶν PRyl.78.36 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 300] ὁ, 1) Band, Brustbinde, οἷς ἐνῆν τιτθίδια Ar. Poll. 7, 66; Luc. D. Mer. 12. – 2) Bündel, Plut. Dem. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδεσμος: ὁ, δεσμός, στηθόδεσμος, ζώνη, «ἄντικρυς δὲ τὸν νῦν καλούμενον ὑπὸ τῶν γυναικῶν στηθόδεσμον, εὕροις ἂν ὀνομαζόμενον ἀπόδεσμον ἐν Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνους: τὴν πτέρυγα παραλύσασα τοῦ χιτωνίου καὶ τῶν ἀποδέσμων οἷς ἐνῆν τὰ τιτθία» Πολυδ. Ζ΄, 66, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 13· ἡ δὲ φιλήσασα τὸ μῆλον μεταξὺ τῶν μαστῶν ὑπὸ τῷ ἀποδέσμῳ παρεβύσατο Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 1. ΙΙ. δέμα, «κομπόδεμα», πολὺν χρόνον, ἐξ οὗ φοροίη τὸν ἀπόδεσμον ἐκεῖνον ὁ Δημοσθένης ὡς φυλακτήριον Πλουτ. Δημοσθ. 30· ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδός μου ἐμοί Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. α΄, 13).