κλοτοπεύω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(13_5)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] Il. 19, 149 οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν, οὐδὲ διατρίβειν, von den Alten verschieden erkl.; entweder unter listigem Vorwande aufschieben u. zaudern, nach Eust. κλυτοῖς ἔπεσιν ἐνδιατρίβειν; oder übh. listig handeln, u. wie von [[κλοπεύω]] für κλοπετεύω; od. großprahlen u. <b class="b2">übh. unthätig schwatzen</b>; wie Hesych. auch κλοτοπευτής anführt und es [[ἐξαλλάκτης]], [[ἀλαζών]] erkl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] Il. 19, 149 οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν, οὐδὲ διατρίβειν, von den Alten verschieden erkl.; entweder unter listigem Vorwande aufschieben u. zaudern, nach Eust. κλυτοῖς ἔπεσιν ἐνδιατρίβειν; oder übh. listig handeln, u. wie von [[κλοπεύω]] für κλοπετεύω; od. großprahlen u. <b class="b2">übh. unthätig schwatzen</b>; wie Hesych. auch κλοτοπευτής anführt und es [[ἐξαλλάκτης]], [[ἀλαζών]] erkl.
}}
{{ls
|lstext='''κλοτοπεύω''': χρονοτριβῶ, χάνω τὸν καιρόν, μόνον ἐν Ἰλ. Τ. 149, οὐ γὰρ κλοτοπεύειν, «ὑποκλέπτειν αὑτοὺς τῆς μάχης ἐν τοῖς λόγοις» (Σχόλ.), ἀρχ. Ἐπικ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κλέπτω]], [[κλοπεύω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι. ἀπατᾶν. κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι»· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει κλοτοπευτὴς διὰ τοῦ ἐξαλλακτής, ἀλαζών. Ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
}}
}}

Revision as of 09:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοτοπεύω Medium diacritics: κλοτοπεύω Low diacritics: κλοτοπεύω Capitals: ΚΛΟΤΟΠΕΥΩ
Transliteration A: klotopeúō Transliteration B: klotopeuō Transliteration C: klotopeyo Beta Code: klotopeu/w

English (LSJ)

   A deal subtly, spin out time by false pretences, οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν Il.19.149; κ. περὶ τὸ νησίδιον, perh. to be read for κλοπεύω, Hld.1.30:—hence κλοτοπ-ευτής· ἐξαλλάκτης, ἀλαζών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1456] Il. 19, 149 οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν, οὐδὲ διατρίβειν, von den Alten verschieden erkl.; entweder unter listigem Vorwande aufschieben u. zaudern, nach Eust. κλυτοῖς ἔπεσιν ἐνδιατρίβειν; oder übh. listig handeln, u. wie von κλοπεύω für κλοπετεύω; od. großprahlen u. übh. unthätig schwatzen; wie Hesych. auch κλοτοπευτής anführt und es ἐξαλλάκτης, ἀλαζών erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κλοτοπεύω: χρονοτριβῶ, χάνω τὸν καιρόν, μόνον ἐν Ἰλ. Τ. 149, οὐ γὰρ κλοτοπεύειν, «ὑποκλέπτειν αὑτοὺς τῆς μάχης ἐν τοῖς λόγοις» (Σχόλ.), ἀρχ. Ἐπικ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κλέπτω, κλοπεύω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι. ἀπατᾶν. κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι»· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει κλοτοπευτὴς διὰ τοῦ ἐξαλλακτής, ἀλαζών. Ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.