μονοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(c2)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
}}
{{ls
|lstext='''μονοστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὁ βαδίζων [[μόνος]] [[ἄνευ]] ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.
}}
}}

Revision as of 09:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοστῐβής Medium diacritics: μονοστιβής Low diacritics: μονοστιβής Capitals: ΜΟΝΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: monostibḗs Transliteration B: monostibēs Transliteration C: monostivis Beta Code: monostibh/s

English (LSJ)

ές, (στείβω)

   A walking alone, unattended, A.Ch. 768.

German (Pape)

[Seite 205] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.

Greek (Liddell-Scott)

μονοστῐβής: -ές, (στείβω) ὁ βαδίζων μόνος ἄνευ ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.