πρηνίζω: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(13_5) |
(6_13a) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0700.png Seite 700]] ίσω u. ίξω, att. [[πρανίζω]], was Eust. erklärt ἐπὶ [[πρόσωπον]] [[ῥίπτω]], wie πρανιχθέντα bei Hesych. τὰ ἐπὶ [[στόμα]] πεσόντα, – vorwärts od. kopfüber neigen, <b class="b2">stürzen</b>; ἐπρήνιξε πόλιν, eine Stadt niederstürzen, von Grund aus zerstören, Euphor. frg. 16; von Menschen, Nonn. D. 11, 221. 18, 299. 23, 88; πρήνιξον, 10, 87; ἅμα νηῒ πρηνιχθεὶς ὕδασιν ἐγκατέδυν, Isidor. 3 (XII, 532). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0700.png Seite 700]] ίσω u. ίξω, att. [[πρανίζω]], was Eust. erklärt ἐπὶ [[πρόσωπον]] [[ῥίπτω]], wie πρανιχθέντα bei Hesych. τὰ ἐπὶ [[στόμα]] πεσόντα, – vorwärts od. kopfüber neigen, <b class="b2">stürzen</b>; ἐπρήνιξε πόλιν, eine Stadt niederstürzen, von Grund aus zerstören, Euphor. frg. 16; von Menschen, Nonn. D. 11, 221. 18, 299. 23, 88; πρήνιξον, 10, 87; ἅμα νηῒ πρηνιχθεὶς ὕδασιν ἐγκατέδυν, Isidor. 3 (XII, 532). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρηνίζω''': μέλλ. -ίσω καὶ -ίξω, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]], [[κατεδαφίζω]], ἐπρήνιξε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 687. 34, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 59, 106, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 27. ― Παθ., «[[πίπτω]] ἐπὶ κεφαλῆς», «[[κατακέφαλα]]», πρηνιχθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 532· πρᾱνιχθῆναι· «τὸ ἐπὶ [[στόμα]] πεσεῖν» Ζωναρ. Λεξ. 1585· «πρηνιχθέντα· ἐπὶ [[πρόσωπον]] καί ἐπὶ [[στόμα]] πεσόντα» Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:26, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 700] ίσω u. ίξω, att. πρανίζω, was Eust. erklärt ἐπὶ πρόσωπον ῥίπτω, wie πρανιχθέντα bei Hesych. τὰ ἐπὶ στόμα πεσόντα, – vorwärts od. kopfüber neigen, stürzen; ἐπρήνιξε πόλιν, eine Stadt niederstürzen, von Grund aus zerstören, Euphor. frg. 16; von Menschen, Nonn. D. 11, 221. 18, 299. 23, 88; πρήνιξον, 10, 87; ἅμα νηῒ πρηνιχθεὶς ὕδασιν ἐγκατέδυν, Isidor. 3 (XII, 532).
Greek (Liddell-Scott)
πρηνίζω: μέλλ. -ίσω καὶ -ίξω, καταβάλλω, καταρρίπτω, κατεδαφίζω, ἐπρήνιξε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 687. 34, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 59, 106, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 27. ― Παθ., «πίπτω ἐπὶ κεφαλῆς», «κατακέφαλα», πρηνιχθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 532· πρᾱνιχθῆναι· «τὸ ἐπὶ στόμα πεσεῖν» Ζωναρ. Λεξ. 1585· «πρηνιχθέντα· ἐπὶ πρόσωπον καί ἐπὶ στόμα πεσόντα» Ἡσύχ.