καῖρος: Difference between revisions
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(13_3) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1296.png Seite 1296]] ὁ, die Schnüre am Webstuhl, welche die Fäden der Kette oder des Aufzuges parallel neben einander befestigen u. verhindern, daß sie unter einander gerathen, Eust. Vgl. [[καιρόω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1296.png Seite 1296]] ὁ, die Schnüre am Webstuhl, welche die Fäden der Kette oder des Aufzuges parallel neben einander befestigen u. verhindern, daß sie unter einander gerathen, Eust. Vgl. [[καιρόω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καῖρος''': (Α), ὁ «[[καῖρος]] δέ φασι καίρωμα, τὸ [[διάπλεγμα]], ὃ οὐκ ἐᾷ τοὺς στήμονας συγχέεσθαι» (Εὐστ. 1571. 57), κοινῶς «μιτάρι» ἢ τὰ λεπτὰ σχοινία τῶν ἀντίων [[ὅπου]] δένονται αἱ ἄκραι τοῦ στήμονος: - [[ἐντεῦθεν]] «καιρῶσαι, ([[καιρόω]]) συνδῆσαι τὸν στήμονα», καὶ καίρωσις, εως, ἡ, ἡ [[σύνδεσις]] τοῦ στήμονος, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 33˙ καίρωμα, Καλλ. Ἀποσπ. 295˙ καιρωστρὶς ἢ καιρωστίς, ίδος, ἡ [[ὑφάντρια]], [[αὐτόθι]] 356. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καιρωτρίδες ἐργαστρίδες. ὑφαστρίδες», πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 257, ἴδε καὶ τὴν λέξ. [[καιροσέων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ (on the accent v. Eust.907.13),
A row of thrums in the loom, to which the threads of the warp are attached, ravel, Ael. Dion.Fr.400, Phot.:—hence καιρ-όω, make fast these threads:
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, die Schnüre am Webstuhl, welche die Fäden der Kette oder des Aufzuges parallel neben einander befestigen u. verhindern, daß sie unter einander gerathen, Eust. Vgl. καιρόω.
Greek (Liddell-Scott)
καῖρος: (Α), ὁ «καῖρος δέ φασι καίρωμα, τὸ διάπλεγμα, ὃ οὐκ ἐᾷ τοὺς στήμονας συγχέεσθαι» (Εὐστ. 1571. 57), κοινῶς «μιτάρι» ἢ τὰ λεπτὰ σχοινία τῶν ἀντίων ὅπου δένονται αἱ ἄκραι τοῦ στήμονος: - ἐντεῦθεν «καιρῶσαι, (καιρόω) συνδῆσαι τὸν στήμονα», καὶ καίρωσις, εως, ἡ, ἡ σύνδεσις τοῦ στήμονος, Πολυδ. Ζ΄, 33˙ καίρωμα, Καλλ. Ἀποσπ. 295˙ καιρωστρὶς ἢ καιρωστίς, ίδος, ἡ ὑφάντρια, αὐτόθι 356. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καιρωτρίδες ἐργαστρίδες. ὑφαστρίδες», πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 257, ἴδε καὶ τὴν λέξ. καιροσέων.