γαλακτίτης: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(13_1)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] [[λίθος]] Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. [[γαλαξίας]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] [[λίθος]] Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. [[γαλαξίας]].
}}
{{ls
|lstext='''γᾰλακτίτης''': [[λίθος]], ὁ, [[εἶδος]] λίθου, [[ὅστις]] ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· [[ὡσαύτως]] γαλακτὶς [[πέτρα]] Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. [[γαλαξίας]] ΙΙ.
}}
}}

Revision as of 09:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτίτης Medium diacritics: γαλακτίτης Low diacritics: γαλακτίτης Capitals: ΓΑΛΑΚΤΙΤΗΣ
Transliteration A: galaktítēs Transliteration B: galaktitēs Transliteration C: galaktitis Beta Code: galakti/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, stone

   A which makes water milky, Dsc.5.132.    II γαλακτίτης, = γαλακτίς 11, Gloss.

German (Pape)

[Seite 471] λίθος Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. γαλαξίας.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτίτης: λίθος, ὁ, εἶδος λίθου, ὅστις ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· ὡσαύτως γαλακτὶς πέτρα Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. γαλαξίας ΙΙ.