γαλακτίτης: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(13_1) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] [[λίθος]] Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. [[γαλαξίας]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] [[λίθος]] Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. [[γαλαξίας]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γᾰλακτίτης''': [[λίθος]], ὁ, [[εἶδος]] λίθου, [[ὅστις]] ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· [[ὡσαύτως]] γαλακτὶς [[πέτρα]] Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. [[γαλαξίας]] ΙΙ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:31, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῑ] λίθος, stone
A which makes water milky, Dsc.5.132. II γαλακτίτης, = γαλακτίς 11, Gloss.
German (Pape)
[Seite 471] λίθος Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. γαλαξίας.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτίτης: λίθος, ὁ, εἶδος λίθου, ὅστις ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· ὡσαύτως γαλακτὶς πέτρα Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. γαλαξίας ΙΙ.