πτορθεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(b)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] τό, = [[πτόρθος]], Nic. Al. 267.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] τό, = [[πτόρθος]], Nic. Al. 267.
}}
{{ls
|lstext='''πτορθεῖον''': τό, [[νέος]] [[βλαστός]], «βλαστάρι», [[νέος]] [[κλάδος]], Ὀδ. Ζ. 128· ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην Εὐρ. Ἑκ. 20· πτόρθοισι δάφνης ὁ αὐτ. ἔν Ἴωνι 103· μαλάχης Ἀριστοφ. Πλ. 514· οἱ πτόρθοι καὶ οἱ νέοι κλῶνες Πλάτ. Πρωτ. 334Β· πτόρθους ἀπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1· [[καθόλου]], [[κλάδος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Μορ. 3. 10, 17, κτλ.· - πτ. [[μέγας]], ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 103. ΙΙ. πτόρθοιό τι λήγει, «τοῦ κλωνοφυεῖν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτόρθος· [[ὄρπηξ]], [[βλαστός]], [[κλάδος]], ἢ [[ἔκφυσις]] δένδρου, [[θαλλός]]».
}}
}}

Revision as of 09:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτορθεῖον Medium diacritics: πτορθεῖον Low diacritics: πτορθείον Capitals: ΠΤΟΡΘΕΙΟΝ
Transliteration A: ptortheîon Transliteration B: ptortheion Transliteration C: ptortheion Beta Code: ptorqei=on

English (LSJ)

τό,

   A = πτόρθος, Nic.Al.267.

German (Pape)

[Seite 811] τό, = πτόρθος, Nic. Al. 267.

Greek (Liddell-Scott)

πτορθεῖον: τό, νέος βλαστός, «βλαστάρι», νέος κλάδος, Ὀδ. Ζ. 128· ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην Εὐρ. Ἑκ. 20· πτόρθοισι δάφνης ὁ αὐτ. ἔν Ἴωνι 103· μαλάχης Ἀριστοφ. Πλ. 514· οἱ πτόρθοι καὶ οἱ νέοι κλῶνες Πλάτ. Πρωτ. 334Β· πτόρθους ἀπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1· καθόλου, κλάδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Μορ. 3. 10, 17, κτλ.· - πτ. μέγας, ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 103. ΙΙ. πτόρθοιό τι λήγει, «τοῦ κλωνοφυεῖν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτόρθος· ὄρπηξ, βλαστός, κλάδος, ἢ ἔκφυσις δένδρου, θαλλός».