ὁμαλής: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(13_2) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0329.png Seite 329]] ές, gleich, eben, vom Boden; im Ggstz von ὄρθιον, Xen. An. 4, 6, 12; λεῖον καὶ ὁμαλὲς [[πεδίον]], Plat. Critia. 118 a; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0329.png Seite 329]] ές, gleich, eben, vom Boden; im Ggstz von ὄρθιον, Xen. An. 4, 6, 12; λεῖον καὶ ὁμαλὲς [[πεδίον]], Plat. Critia. 118 a; Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμᾰλής''': -ές, [[ἐπίπεδος]], [[ὁμαλός]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Πλάτ. Κριτί. 118Α, Ἀριστ. κτλ.· τὰ [[ὁμαλῆ]], [[ἔδαφος]] ὁμαλόν, Ξεν. Κυν. 2, 7, κλ.· πεσεῖν εἰς ὁμαλές, εἰς ἐπίπεδον [[ἔδαφος]], Ἀριστ. Προβλ. 16. 4, 2· - ἐπὶ ἐπιφανείας, [[λεῖος]], νεφροὶ ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 4· ἐπί τινων φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3. 2) ἐπὶ κινήσεως, [[ὁμαλός]], [[τακτικός]], Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 16, πρβλ. 4. 14, 8, κ. ἀλλ.· ἐπὶ μουσικῆς, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 19. 6. 3) ἐπὶ τῆς ἐσθῆτος κλ., καὶ δὴ καὶ περὶ τῆς ἐσθῆτος καὶ τῆς λοιπῆς διαίτης [[ὅπως]] ᾖ [[ὁμαλής]] Ἀθήν. 446Β. - Τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἀριστ. Προβλ. 26. 58, κτλ. συνεχῶς ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν τύπων ὁμαλὴς καὶ [[ὁμαλός]], πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 185. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A level, even, of the ground, Pl.Criti.118a ; τὰ ὁ. level ground, X.Cyn. 2.7, Arist.Pr.880b15 ; in Archit., ὀρθὸν καὶ ὁ. IG22.1668.63 ; πεσεῖν εἰς ὁμαλές fall on flat ground, Arist.Pr.913b9 ; of surfaces, smooth, νεφροί Id.PA671b7 ; of certain plants, Thphr.HP1.5.3 ; σωροὶ παράλληλοι καὶ ὁ. Plu.Lyc.8. 2 equable, even, [κίνησις] Arist.Ph.228b28, cf. 223b21, al. ; of music, Id.Pr.918a12 ; ἀραιότης, παρεκτάσεις, v.l. for ὁμαλός in Epicur.Ep.2pp.49,53 U. 3 of condition, δίαιτα Aristox.Fr.Hist.15, cf. Plu.Lyc.8. 4 for Adv. ὁμαλῶς v. ὁμαλός.
German (Pape)
[Seite 329] ές, gleich, eben, vom Boden; im Ggstz von ὄρθιον, Xen. An. 4, 6, 12; λεῖον καὶ ὁμαλὲς πεδίον, Plat. Critia. 118 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾰλής: -ές, ἐπίπεδος, ὁμαλός, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Πλάτ. Κριτί. 118Α, Ἀριστ. κτλ.· τὰ ὁμαλῆ, ἔδαφος ὁμαλόν, Ξεν. Κυν. 2, 7, κλ.· πεσεῖν εἰς ὁμαλές, εἰς ἐπίπεδον ἔδαφος, Ἀριστ. Προβλ. 16. 4, 2· - ἐπὶ ἐπιφανείας, λεῖος, νεφροὶ ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 4· ἐπί τινων φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3. 2) ἐπὶ κινήσεως, ὁμαλός, τακτικός, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 16, πρβλ. 4. 14, 8, κ. ἀλλ.· ἐπὶ μουσικῆς, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 19. 6. 3) ἐπὶ τῆς ἐσθῆτος κλ., καὶ δὴ καὶ περὶ τῆς ἐσθῆτος καὶ τῆς λοιπῆς διαίτης ὅπως ᾖ ὁμαλής Ἀθήν. 446Β. - Τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἀριστ. Προβλ. 26. 58, κτλ. συνεχῶς ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν τύπων ὁμαλὴς καὶ ὁμαλός, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 185.