ὁμαλής
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ὁμαλές,
A level, even, of the ground, Pl.Criti.118a; τὰ ὁμαλῆ = level ground, X.Cyn. 2.7, Arist.Pr.880b15; in Archit., ὀρθὸν καὶ ὁ. IG22.1668.63; πεσεῖν εἰς ὁμαλές fall on flat ground, Arist.Pr.913b9; of surfaces, smooth, νεφροί Id.PA671b7; of certain plants, Thphr. HP 1.5.3; σωροὶ παράλληλοι καὶ ὁ. Plu.Lyc.8.
2 equable, even, [κίνησις] Arist.Ph.228b28, cf. 223b21, al.; of music, Id.Pr.918a12; ἀραιότης, παρεκτάσεις, v.l. for ὁμαλός in Epicur.Ep.2pp.49,53 U.
3 of condition, δίαιτα Aristox.Fr.Hist.15, cf. Plu.Lyc.8.
4 for Adv. ὁμαλῶς v. ὁμαλός.
German (Pape)
[Seite 329] ές, gleich, eben, vom Boden; im Gegensatz von ὄρθιον, Xen. An. 4, 6, 12; λεῖον καὶ ὁμαλὲς πεδίον, Plat. Critia. 118 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
uni, càd :
1 qui offre une surface plane ; τὸ ὁμαλές ou τὰ ὁμαλῆ, plaine;
2 fig. semblable, égal, d'égale mesure.
Étymologie: ὁμός.
Russian (Dvoretsky)
ὁμᾰλής:
1 ровный, равнинный (πεδίον Plat.);
2 ровный, равномерный (κίνησις Arst.);
3 равноправный, равный (ὁμαλεῖς καὶ ἰσόκληροι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾰλής: -ές, ἐπίπεδος, ὁμαλός, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Πλάτ. Κριτί. 118Α, Ἀριστ. κτλ.· τὰ ὁμαλῆ, ἔδαφος ὁμαλόν, Ξεν. Κυν. 2, 7, κλ.· πεσεῖν εἰς ὁμαλές, εἰς ἐπίπεδον ἔδαφος, Ἀριστ. Προβλ. 16. 4, 2· - ἐπὶ ἐπιφανείας, λεῖος, νεφροὶ ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 4· ἐπί τινων φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3. 2) ἐπὶ κινήσεως, ὁμαλός, τακτικός, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 16, πρβλ. 4. 14, 8, κ. ἀλλ.· ἐπὶ μουσικῆς, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 19. 6. 3) ἐπὶ τῆς ἐσθῆτος κλ., καὶ δὴ καὶ περὶ τῆς ἐσθῆτος καὶ τῆς λοιπῆς διαίτης ὅπως ᾖ ὁμαλής Ἀθήν. 446Β. - Τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἀριστ. Προβλ. 26. 58, κτλ. συνεχῶς ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν τύπων ὁμαλὴς καὶ ὁμαλός, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 185.
Greek Monolingual
ὁμαλής, -ές (Α)
1. (για το έδαφος) επίπεδος, ομαλός («ἀνελθόντι ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος καὶ ἐπίπεδος», Παυσ.)
2. (για τους νεφρούς) γλιστερός
3. (για φύλλωμα) λείος
4. (για κίνηση) ισοταχής
5. (για συνθήκες ζωής) μη υπερβολικός, μέτριος, μετρημένος
6. (για περιουσία) ίσος («καὶ ζῆν μετ' ἀλλήλων ἅπαντας ὁμαλεῖς καὶ ίσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός, κατά τα επίθ. σε -ής, -ές].
Greek Monotonic
ὁμᾰλής: -ές, = ὁμαλός, επίπεδος, ομαλός, τὰ ὁμαλῆ, ομαλά εδάφη, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὁμᾰλής, ές = ὁμαλός
level, τὰ ὁμαλῆ level ground, Xen.
Translations
even
Afrikaans: vlak; Arabic: مُسَطَّح, مُنبَسِط; Armenian: հարթ, հավասար; Bashkir: тигеҙ; Belarusian: роўны; Bulgarian: равен; Catalan: pla; Chinese Mandarin: 平坦; Czech: rovný; Danish: jævn; Dutch: vlak, vlakke, gelijk, gelijke; Esperanto: ebena; Faroese: javnur; Finnish: tasainen; French: plat; Friulian: plan, plac; German: eben; Gothic: 𐌹𐌱𐌽𐍃; Greek: επίπεδος; Ancient Greek: ὁμαλός, ὁμαλής; Hungarian: egyenletes, sima, sík; Icelandic: jafn; Indonesian: rata; Irish: réidh; Italian: piano; Japanese: 平; Korean: 고르다; Latin: planus; Macedonian: рамен, рамномерен, мазен; Malay: rata; Maori: papatairite, paparite; Mongolian: тэгш; Occitan: plan, planièr, plat; Ottoman Turkish: دوز, طوغری, سوی; Polish: równy, gładki, płaski; Portuguese: plano, nivelado; Romanian: plat; Romansch: guliv, uliv, anguliv, planiv, plàn, guleiv, gualiv; Russian: ровный, гладкий, плоский; Serbo-Croatian Cyrillic: раван; Roman: ravan; Slovak: rovný; Spanish: parejo, llano; Swedish: jämn, flat, platt, slät, plan; Telugu: చదునైన; Ukrainian: рі́вний; Venetian: guałivo; Vietnamese: bằng phẳng, bằng