ὁμοβώμιος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(c2) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0333.png Seite 333]] <b class="b2">einen</b> gemeinschaftlichen Altar habend, Thuc. 3, 59; vgl. Poll. 7, 155. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0333.png Seite 333]] <b class="b2">einen</b> gemeinschaftlichen Altar habend, Thuc. 3, 59; vgl. Poll. 7, 155. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμοβώμιος''': -ον, ὁ ἔχων κοινὸν βωμόν, [[οἷον]] ἡ [[Δημήτηρ]] καὶ ἡ [[Περσεφόνη]], συμβώμιος, Θουκ. 3. 59. - Παρὰ τῷ Ἡσύχ. φέρεται καὶ [[τύπος]]: ὁμόβωμοι, [[ὅστις]] εὕρηται καὶ ἐν ἐπιγράμματι, (Τηλέμα)χός σε ἱέρωσε Ἀσκληπιῷ ἠδὲ ὁμοβώμοις Ἐπιγρ. Ἀττ. Β΄, 1442, τ. Β΄, [[μέρος]] γ΄, σ. 68, ἴδε Κόντου Γλωσσ., Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 2, σ. 137. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:33, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A having a common altar, Th.3.59.
German (Pape)
[Seite 333] einen gemeinschaftlichen Altar habend, Thuc. 3, 59; vgl. Poll. 7, 155.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοβώμιος: -ον, ὁ ἔχων κοινὸν βωμόν, οἷον ἡ Δημήτηρ καὶ ἡ Περσεφόνη, συμβώμιος, Θουκ. 3. 59. - Παρὰ τῷ Ἡσύχ. φέρεται καὶ τύπος: ὁμόβωμοι, ὅστις εὕρηται καὶ ἐν ἐπιγράμματι, (Τηλέμα)χός σε ἱέρωσε Ἀσκληπιῷ ἠδὲ ὁμοβώμοις Ἐπιγρ. Ἀττ. Β΄, 1442, τ. Β΄, μέρος γ΄, σ. 68, ἴδε Κόντου Γλωσσ., Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 2, σ. 137.