προνομεία: Difference between revisions
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
(c1) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ἡ, Fouragirung, Plünderung, Suid. erkl. [[σκύλευσις]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ἡ, Fouragirung, Plünderung, Suid. erkl. [[σκύλευσις]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προνομεία''': ἡ, (προνομὴ Ι) στρατιωτικὴ ἐκδρομὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων πρὸς ἁρπαγὴν φορβῆς ἢ πρὸς σκύλευσιν ἢ ἁρπαγὴν τροφῆς, [[διαρπαγή]], [[σκύλευσις]], [[λεηλασία]], ἐπισιτισμὸς ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν δι’ ἁρπαγῆς, Πολύβ. 4. 68, 3 (διάφ. γρ. προνομαί), Θωμ. Μάγιστρ. 742 ([[ἔνθα]] [[προνομία]]), πρβλ. Μοῖρ. 304 ἐν λ. προνομεύειν, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. τοῦ ἐκδότου. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (
A προνομή 1) going out to forage or plunder, Plb.4.68.3 (v.l. προνομαί): rejected by Thom.Mag.p.275 R.
German (Pape)
[Seite 736] ἡ, Fouragirung, Plünderung, Suid. erkl. σκύλευσις.
Greek (Liddell-Scott)
προνομεία: ἡ, (προνομὴ Ι) στρατιωτικὴ ἐκδρομὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων πρὸς ἁρπαγὴν φορβῆς ἢ πρὸς σκύλευσιν ἢ ἁρπαγὴν τροφῆς, διαρπαγή, σκύλευσις, λεηλασία, ἐπισιτισμὸς ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν δι’ ἁρπαγῆς, Πολύβ. 4. 68, 3 (διάφ. γρ. προνομαί), Θωμ. Μάγιστρ. 742 (ἔνθα προνομία), πρβλ. Μοῖρ. 304 ἐν λ. προνομεύειν, ἔνθα ἴδε σημ. τοῦ ἐκδότου.