στία: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(13_4) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] ἡ, wie [[ψῆφος]], Steinchen, bes. in Flüssen, Kiesel, Schol. Ap. Rh. 2, 1176, auch [[στῖον]], VLL. (s. [[πολύστιος]]). Die Unkenntniß der Länge des ι machte, daß Sp. στεία, στεῖον schrieben. Es ist vielleicht nur mundartlich von ψιά verschieden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] ἡ, wie [[ψῆφος]], Steinchen, bes. in Flüssen, Kiesel, Schol. Ap. Rh. 2, 1176, auch [[στῖον]], VLL. (s. [[πολύστιος]]). Die Unkenntniß der Länge des ι machte, daß Sp. στεία, στεῖον schrieben. Es ist vielleicht nur mundartlich von ψιά verschieden. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στία''': ἡ, ὡς τὸ [[ψῆφος]], μικρὸς [[λίθος]], ψηφίς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.)· [[ὡσαύτως]] [[στῖον]], τὸ, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἡσύχ.· πρβλ. [[στιάζω]]. [[στιώδης]]. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Γοτθ. stains, Ἀγγλ. stone, [[λίθος]], κτλ.). [ῑ· μεταγενέστεροι δὲ συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες τοῦτο ἔγραψαν [[στεία]], στεῖον]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:38, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A small stone, pebble, ἐσχάρη . . στιάων an altar made of pebbles, A.R.2.1172 (Sicyonian acc. to Sch.): also στῖον, τό, Hp. ap. Gal.19.140. [ῑ: written στηά and στηάς in Hsch., who adds the senses στενοχωρία and λιθοκονία: pl. στεῖαι acc. to Sch.Cyrill.in Reitzenstein Ind.Lect.Rost.1890/91.8: perh. cogn. with στέαρ.]
German (Pape)
[Seite 942] ἡ, wie ψῆφος, Steinchen, bes. in Flüssen, Kiesel, Schol. Ap. Rh. 2, 1176, auch στῖον, VLL. (s. πολύστιος). Die Unkenntniß der Länge des ι machte, daß Sp. στεία, στεῖον schrieben. Es ist vielleicht nur mundartlich von ψιά verschieden.
Greek (Liddell-Scott)
στία: ἡ, ὡς τὸ ψῆφος, μικρὸς λίθος, ψηφίς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176 (ἔνθα ἴδε Σχολ.)· ὡσαύτως στῖον, τὸ, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἡσύχ.· πρβλ. στιάζω. στιώδης. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Γοτθ. stains, Ἀγγλ. stone, λίθος, κτλ.). [ῑ· μεταγενέστεροι δὲ συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες τοῦτο ἔγραψαν στεία, στεῖον].