πολύστιος
From LSJ
English (LSJ)
πολύστιον, (στία with many small stones, pebbly, Call.Jov.26; ποταμοί, ἅλμη, Nic.Th.950, Al.466.
German (Pape)
[Seite 673] mit vielen kleinen Steinen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύστῑος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς μικροὺς λίθους, πολύψηφος, Καλλ. εἰς Δία 26, Νικ. Θηρ. 950, Ἀλ. 466. ― Περὶ τοῦ τύπου πολύστειος, ἴδε ἐν λ. στία.
Greek Monolingual
και πολύστειος, -ον, Α
αυτός που έχει πολλά λιθάρια, πολλά χαλίκια («ποταμοὶ πολύστιοι», Νικ. Θηρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στία / στῖον «μικρή πέτρα, λιθάρι»].