ὄναγρος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(13_3) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0344.png Seite 344]] ὁ, d. i. [[ὄνος]] [[ἄγριος]], der wilde Esel, Waldesel, Sp. für [[ὄνος]] [[ἄγριος]]. – Auch eine Wurfmaschine, die sonst auch [[μονάγκων]] heißt, Suid. Vgl. Lob. Phryn. 382. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0344.png Seite 344]] ὁ, d. i. [[ὄνος]] [[ἄγριος]], der wilde Esel, Waldesel, Sp. für [[ὄνος]] [[ἄγριος]]. – Auch eine Wurfmaschine, die sonst auch [[μονάγκων]] heißt, Suid. Vgl. Lob. Phryn. 382. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὄναγρος''': ὁ, = [[ὄνος]] [[ἄγριος]], Στράβ. 312, Βάβρ. 67. 1. ΙΙ. [[μηχανή]] τις ἐπιτηδεία εἰς βολάς, Προκόπ., «ὄναγροι μηχανήματα, οἱ λεγόμενοι ἅρπαγες, οἵ γε ἁρπάζειν τοὺς προσιόντας ἐπιβαλλόμενοι εἶχον» Σουΐδ., Ἀμμιανὸς Μαρκελλῖνος 34. 4, 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:39, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ὄνος ἄγριος, the wild ass, LXXPs.103(104).11, Str.7.4.8, Babr.67.1, Artem.4.56 ; θῆλυς ὄ. Opp.C.3.216 ; title of the Greek original of Plautus' Asinaria, Prolog.10 (v.l. Onagos). II a kind of catapult, = μονάγκων, Procop.Goth.1.21, Lyd.Mag.1.46, Amm. Marc.23.4.7.
German (Pape)
[Seite 344] ὁ, d. i. ὄνος ἄγριος, der wilde Esel, Waldesel, Sp. für ὄνος ἄγριος. – Auch eine Wurfmaschine, die sonst auch μονάγκων heißt, Suid. Vgl. Lob. Phryn. 382.
Greek (Liddell-Scott)
ὄναγρος: ὁ, = ὄνος ἄγριος, Στράβ. 312, Βάβρ. 67. 1. ΙΙ. μηχανή τις ἐπιτηδεία εἰς βολάς, Προκόπ., «ὄναγροι μηχανήματα, οἱ λεγόμενοι ἅρπαγες, οἵ γε ἁρπάζειν τοὺς προσιόντας ἐπιβαλλόμενοι εἶχον» Σουΐδ., Ἀμμιανὸς Μαρκελλῖνος 34. 4, 7.