καρπίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] 1) die Frucht abnehmen, einsammeln, ernten, Diosc. Gew. med., wie B. A. 104, 5 bemerkt wird καρπίσασθαι ἀντὶ τοῦ καρπώσασθαι; γῆν Theopomp. bei Ath. VI, 261 a, was auch »die Erde aussaugen« bedeutet, Theophr. – 2) Eur. Bacch. 406 Πάφον θ' ἃν βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, befruchten; vgl. Hel. 1344. – S. [[καρπισμός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] 1) die Frucht abnehmen, einsammeln, ernten, Diosc. Gew. med., wie B. A. 104, 5 bemerkt wird καρπίσασθαι ἀντὶ τοῦ καρπώσασθαι; γῆν Theopomp. bei Ath. VI, 261 a, was auch »die Erde aussaugen« bedeutet, Theophr. – 2) Eur. Bacch. 406 Πάφον θ' ἃν βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, befruchten; vgl. Hel. 1344. – S. [[καρπισμός]].
}}
{{ls
|lstext='''καρπίζω''': (Α), [[συλλέγω]] τὸν καρπόν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[συλλέγω]] τι, «καρπίζουσι δὲ αὐτὴν (δηλ. τὴν δίκταμον) ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ» Διοσκ. 3. 37. ΙΙ. Μέσ., καρπίζομαι = καρποῦμαι, καρπίζεσθαι γῆν Θεόπομπ. παρ᾽ Ἀθην. 261Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2561β (προσθῆκαι), 2737β· ἀλλ᾽ [[ὡσαύτως]], ἐξαντλῶ, καρπίζεται τὴν γῆν [[μάλιστα]] πυρὸς [[εἶτα]] κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1· μεταφ., [[κῦδος]] ἐκαρπίζετο Συλλ. Ἐπιγρ. 1998. ΙΙΙ. καθιστῶ τι καρποφόρον, γονιμοποιῶ, Εὐρ. Βάκχ. 406, Ἑλ. 1228.
}}
}}

Revision as of 09:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπίζω Medium diacritics: καρπίζω Low diacritics: καρπίζω Capitals: ΚΑΡΠΙΖΩ
Transliteration A: karpízō Transliteration B: karpizō Transliteration C: karpizo Beta Code: karpi/zw

English (LSJ)

(A), (καρπός A)

   A enjoy the fruits of, IG12(5).243 (Paros):— elsewh. always in Med., κ. γῆν Theopomp.Hist.217b; κλῆρον PFrankf.7.7 (iii B.C.), cf. Hyp.Fr.119, LXXJo.5.12, IG5(2).419.14 (Phigalea, iii B.C.), ib.7.413.28, al. (Oropus, i B.C.), etc.; Χρόνον Epicur.Ep.3p.61U.; but also, exhaust the soil, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρός Thphr.HP8.9.1, cf. CP4.8.1: metaph., δόξαν ἐσθλήν E.Hipp.432; κῦδος ἐκαρπίσατο Epigr.Gr.516.4 (Aegae), cf. Supp.Epigr.3.781 (Gortyn); exploit, BGU1571 (i A.D.); βέλτιον ἐμὲ (sc. τὴν σοφίαν) καρπίζεσθαι ὑπὲρ Χρυσίον LXXPr.8.19.    II make fruitful, fertilize, E.Ba.408 (lyr.), Hel.1328 (lyr.).
καρπ-ίζω (B), (

   A κάρφος 11) enfranchise a slave by touching him with the rod, καρπίζομαι ἐπὶ ἐλευθερίᾳ, = Lat. adseror, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1328] 1) die Frucht abnehmen, einsammeln, ernten, Diosc. Gew. med., wie B. A. 104, 5 bemerkt wird καρπίσασθαι ἀντὶ τοῦ καρπώσασθαι; γῆν Theopomp. bei Ath. VI, 261 a, was auch »die Erde aussaugen« bedeutet, Theophr. – 2) Eur. Bacch. 406 Πάφον θ' ἃν βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, befruchten; vgl. Hel. 1344. – S. καρπισμός.

Greek (Liddell-Scott)

καρπίζω: (Α), συλλέγω τὸν καρπόν, ἢ ἁπλῶς συλλέγω τι, «καρπίζουσι δὲ αὐτὴν (δηλ. τὴν δίκταμον) ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ» Διοσκ. 3. 37. ΙΙ. Μέσ., καρπίζομαι = καρποῦμαι, καρπίζεσθαι γῆν Θεόπομπ. παρ᾽ Ἀθην. 261Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2561β (προσθῆκαι), 2737β· ἀλλ᾽ ὡσαύτως, ἐξαντλῶ, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρὸς εἶτα κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1· μεταφ., κῦδος ἐκαρπίζετο Συλλ. Ἐπιγρ. 1998. ΙΙΙ. καθιστῶ τι καρποφόρον, γονιμοποιῶ, Εὐρ. Βάκχ. 406, Ἑλ. 1228.