ἡβάσκω: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1148.png Seite 1148]] mannbar werden, pubescere, ἀμφὶ πρώτην ὑπήνην Aristaen. 1, 11; die volle männliche Kraft u. Stärke erlangen, πλὴν τοῦ υἱοῦ [[ἄρτι]] ἡβάσκοντος Xen. An. 4, 6, 1; παῖδα ἡβάσκοντα [[ἄρτι]] 7, 4, 7, der eben in die Jünglingsjahre trat; Sp. Auch übertr., wie ἀκμάζειν, [[χρόνος]] μαλάξει, νῦν δ' ἔθ' ἡβάσκει κακόν Eur. Alc. 1090, emend. für ἡβᾷ σοι..; vgl. Macedon. 28 a (VI, 30) κακοῦ δ' ἐπὶ γήραος ἡμῖν [[ἄλλυτος]] ἡβάσκει – πενίη. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1148.png Seite 1148]] mannbar werden, pubescere, ἀμφὶ πρώτην ὑπήνην Aristaen. 1, 11; die volle männliche Kraft u. Stärke erlangen, πλὴν τοῦ υἱοῦ [[ἄρτι]] ἡβάσκοντος Xen. An. 4, 6, 1; παῖδα ἡβάσκοντα [[ἄρτι]] 7, 4, 7, der eben in die Jünglingsjahre trat; Sp. Auch übertr., wie ἀκμάζειν, [[χρόνος]] μαλάξει, νῦν δ' ἔθ' ἡβάσκει κακόν Eur. Alc. 1090, emend. für ἡβᾷ σοι..; vgl. Macedon. 28 a (VI, 30) κακοῦ δ' ἐπὶ γήραος ἡμῖν [[ἄλλυτος]] ἡβάσκει – πενίη. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡβάσκω''': ἐναρκτικὸν τοῦ [[ἡβάω]], [[ἔρχομαι]] εἰς τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, εἰς [[ἀκμήν]], Λατ. pubescere, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 1˙ [[παῖς]] ἡβάσκων ἄρτι [[αὐτόθι]] 7. 4, 7. 2) μεταφ., νῦν ἕθ’ ἡβάσκει κακὸν (κατὰ Δινδ. ἀντὶ ἡβᾷ σοι) Εὐρ. Ἀλκ. 1085˙ ἡμῖν ἡβάσκει πενίη Ἀνθ. Π. 6. 30. 3) [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, δεικνύω τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα ἀνδρικῆς ἡλικίας, Ἀρισταίν. 1. 11, Φιλόστρ. 821, Γαλην. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:41, 5 August 2017
English (LSJ)
Incept. of ἡβάω,
A come to puberty, Hp.Aph.3.28. X.An. 4.6.1; παῖς ἡβάσκων ἄρτι ib.7.4.7; of women, become marriageable, Ruf. ap. Orib.inc.2.2. 2 metaph., νῦν ἔθ' ἡβάσκει κακόν (read by Gal. for ἡβᾷ σοι) E.Alc.1085; ἡμῖν ἡβάσκει πενίη AP6.30 (Maced.); ποιητικὴ οὔπω ἡβάσκουσα Philostr.Her.Praef. 3 reach, or show the outward signs of, manhood, Aristaenet.1.11, Philostr.Im.2.7.
German (Pape)
[Seite 1148] mannbar werden, pubescere, ἀμφὶ πρώτην ὑπήνην Aristaen. 1, 11; die volle männliche Kraft u. Stärke erlangen, πλὴν τοῦ υἱοῦ ἄρτι ἡβάσκοντος Xen. An. 4, 6, 1; παῖδα ἡβάσκοντα ἄρτι 7, 4, 7, der eben in die Jünglingsjahre trat; Sp. Auch übertr., wie ἀκμάζειν, χρόνος μαλάξει, νῦν δ' ἔθ' ἡβάσκει κακόν Eur. Alc. 1090, emend. für ἡβᾷ σοι..; vgl. Macedon. 28 a (VI, 30) κακοῦ δ' ἐπὶ γήραος ἡμῖν ἄλλυτος ἡβάσκει – πενίη.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβάσκω: ἐναρκτικὸν τοῦ ἡβάω, ἔρχομαι εἰς τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, εἰς ἀκμήν, Λατ. pubescere, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 1˙ παῖς ἡβάσκων ἄρτι αὐτόθι 7. 4, 7. 2) μεταφ., νῦν ἕθ’ ἡβάσκει κακὸν (κατὰ Δινδ. ἀντὶ ἡβᾷ σοι) Εὐρ. Ἀλκ. 1085˙ ἡμῖν ἡβάσκει πενίη Ἀνθ. Π. 6. 30. 3) φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, δεικνύω τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα ἀνδρικῆς ἡλικίας, Ἀρισταίν. 1. 11, Φιλόστρ. 821, Γαλην. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.