λίσσωμα: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(c2) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0053.png Seite 53]] τριχῶν, τό, der Wirbel der Haare auf dem Kopfe, Arist. H. A. 1, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0053.png Seite 53]] τριχῶν, τό, der Wirbel der Haare auf dem Kopfe, Arist. H. A. 1, 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λίσσωμα''': τό, (λισσὸς) [[λειότης]], λ. τριχῶν, ἡ κορυφὴ ἢ τὸ [[σημεῖον]] τῆς κεφαλῆς, ἀφ’ οὗ αἱ τρίχες χωρίζονται καὶ καταβαίνουσι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις· καὶ λίσσωσις, εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ [[κάτω]] ἀπὸ τῆς κορυφῆς [[λεία]] [[κατάβασις]] ἢ τὸ [[χώρισμα]] τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:46, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A smoothness, λ. τριχῶν the crown or spot on the head from which the hair sets in different ways, Arist.HA491b6.
German (Pape)
[Seite 53] τριχῶν, τό, der Wirbel der Haare auf dem Kopfe, Arist. H. A. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
λίσσωμα: τό, (λισσὸς) λειότης, λ. τριχῶν, ἡ κορυφὴ ἢ τὸ σημεῖον τῆς κεφαλῆς, ἀφ’ οὗ αἱ τρίχες χωρίζονται καὶ καταβαίνουσι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις· καὶ λίσσωσις, εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τῆς κορυφῆς λεία κατάβασις ἢ τὸ χώρισμα τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 4.