ἀστερίας: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(13_3)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] ὁ, gestirnt, gefleckt, Beiwort einer Art [[ἐρωδιός]] Arist. H. A. 9, 1; [[ἱέραξ]] 9, 36; [[γαλεός]], eine Art Haifisch, s. Philist. St. B. Γαλεῶται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] ὁ, gestirnt, gefleckt, Beiwort einer Art [[ἐρωδιός]] Arist. H. A. 9, 1; [[ἱέραξ]] 9, 36; [[γαλεός]], eine Art Haifisch, s. Philist. St. B. Γαλεῶται.
}}
{{ls
|lstext='''ἀστερίας''': -ου, ὁ, [[ἀστερόεις]], [[ποικίλος]], ἑπομ., Ι. [[εἶδος]] γαλεοῦ (θαλασσ. ἰχθύος), «ὁ δὲ Σουνίνιος (Voyag. en Grèce τ. 2. σ. 212) σκυλόψαρον παρ’ ἡμῖν νῦν λέγεσθαί φησι τῶν γαλεῶν τὸν καλούμενον ἀστερίαν (τὸν τοῦ Λινναίου Squalus stellaris), [[ὅπερ]] ἐστὶν ὁ αὐτὸς τῷ παρ’ Ἀριστοτέλει καλουμένῳ ποικίλῳ» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 187, Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 10, 1. ΙΙ. πτηνόν, 1) ἐρωδιὸς ὁ [[ἀστερίας]], Λατ. ardea stellaris, τῶν δ’ ἐρωδιῶν ἐστὶ [[τρία]] γένη, ὅτε πέλλος καὶ ὁ λευκὸς καὶ ὁ [[ἀστερίας]] ὁ αὐτ. 9. 1, 23. 2) [[εἶδος]] ἱέρακος, ὁ αὐτ. 9. 36, 1.
}}
}}

Revision as of 09:51, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερίας Medium diacritics: ἀστερίας Low diacritics: αστερίας Capitals: ΑΣΤΕΡΙΑΣ
Transliteration A: asterías Transliteration B: asterias Transliteration C: asterias Beta Code: a)steri/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A starred: hence,    I a fish, Squalus stellaris, Philyll.1.2, Arist.HA543a17.    II a bird,    1 perh. bittern, Ardea stellaris, ib.609b22.    2 a kind of hawk, ib.620a18; = χρυσάετος, Ael.NA2.39.

German (Pape)

[Seite 375] ὁ, gestirnt, gefleckt, Beiwort einer Art ἐρωδιός Arist. H. A. 9, 1; ἱέραξ 9, 36; γαλεός, eine Art Haifisch, s. Philist. St. B. Γαλεῶται.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερίας: -ου, ὁ, ἀστερόεις, ποικίλος, ἑπομ., Ι. εἶδος γαλεοῦ (θαλασσ. ἰχθύος), «ὁ δὲ Σουνίνιος (Voyag. en Grèce τ. 2. σ. 212) σκυλόψαρον παρ’ ἡμῖν νῦν λέγεσθαί φησι τῶν γαλεῶν τὸν καλούμενον ἀστερίαν (τὸν τοῦ Λινναίου Squalus stellaris), ὅπερ ἐστὶν ὁ αὐτὸς τῷ παρ’ Ἀριστοτέλει καλουμένῳ ποικίλῳ» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 187, Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 10, 1. ΙΙ. πτηνόν, 1) ἐρωδιὸς ὁ ἀστερίας, Λατ. ardea stellaris, τῶν δ’ ἐρωδιῶν ἐστὶ τρία γένη, ὅτε πέλλος καὶ ὁ λευκὸς καὶ ὁ ἀστερίας ὁ αὐτ. 9. 1, 23. 2) εἶδος ἱέρακος, ὁ αὐτ. 9. 36, 1.