χρυσάετος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, golden eagle, Ael.NA2.39.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάετος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ, «ἀκούω δέ τι καὶ γένος ἀετῶν καὶ ὄνομα αὐτῷ χρυσάετον ἔθεντο, ἄλλοι δὲ ἀστερίαν τὸν αὐτὸν καλοῦσιν· ὁρᾶται δὲ οὐ πολλάκις» Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 39.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χρυσαετός Ν, και δ. γρφ. χρυσαίετος Α
ζωολ. είδος αετού, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Αquila chrysaetus, που ζει στην Ελλάδα και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἀετός. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysaetus].