ἐκπάτιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(c2) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0771.png Seite 771]] von der gewöhnlichen Bahn abweichend, außerordentlich, [[ἄλγος]] Aesch. Ag. 50. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0771.png Seite 771]] von der gewöhnlichen Bahn abweichend, außerordentlich, [[ἄλγος]] Aesch. Ag. 50. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκπάτιος''': ᾰ, α, ον, ([[πάτος]]) ἔξω τοῦ κοινοῦ δρόμου, [[ἀσυνήθης]], [[ὑπερβολικός]], ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, [[ἔνθα]] ἄλλοι ἄλλως ἑρμηνεύουσιν. - Ἐπίρρ. ἐκπατίως, «τὸ ἐκτρόπως καὶ παραδόξως, ἐκπατίως» Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 566, ἔκδ. Schaefer, πρβλ. Ἐρωτιαν. σ. 170. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (πάτος)
A out of the common path : excessive, ἄλγεα A.Ag.49 (anap.) ; expld. by Sch. as lonely. Adv. -ίως v.l. for ἐκπάγλως (ap.Erot.) in Hp.Mul.2.171.
German (Pape)
[Seite 771] von der gewöhnlichen Bahn abweichend, außerordentlich, ἄλγος Aesch. Ag. 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπάτιος: ᾰ, α, ον, (πάτος) ἔξω τοῦ κοινοῦ δρόμου, ἀσυνήθης, ὑπερβολικός, ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, ἔνθα ἄλλοι ἄλλως ἑρμηνεύουσιν. - Ἐπίρρ. ἐκπατίως, «τὸ ἐκτρόπως καὶ παραδόξως, ἐκπατίως» Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 566, ἔκδ. Schaefer, πρβλ. Ἐρωτιαν. σ. 170.