κατάξυσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(c2) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] ἡ, das Zerritzen, Erkl. von [[γραπτύς]], Apoll. L. H. neben [[ἄμυξις]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] ἡ, das Zerritzen, Erkl. von [[γραπτύς]], Apoll. L. H. neben [[ἄμυξις]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατάξῠσις''': -εως, ἡ, ξύσιμον, τὸ τσουγγράνισμα, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. γραπτῦς, [[ἔνθα]] ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ταύτην διὰ τοῦ «ἀμύξεις, καταξύσεις». | |||
}} | }} |
Revision as of 09:58, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A scraping, Apollon.Lex.s.v. γραπτῦς (pl.).
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, das Zerritzen, Erkl. von γραπτύς, Apoll. L. H. neben ἄμυξις.
Greek (Liddell-Scott)
κατάξῠσις: -εως, ἡ, ξύσιμον, τὸ τσουγγράνισμα, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. γραπτῦς, ἔνθα ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ταύτην διὰ τοῦ «ἀμύξεις, καταξύσεις».