ὀλιγάκις: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(13_2) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0319.png Seite 319]] wenige Male, selten; Eur. Or. 387; Thuc. 6, 38; Ggstz von [[πολλάκις]], Plat. Phil. 52 b, öfter; Dem. 12, 11 (epist. Phil.) | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0319.png Seite 319]] wenige Male, selten; Eur. Or. 387; Thuc. 6, 38; Ggstz von [[πολλάκις]], Plat. Phil. 52 b, öfter; Dem. 12, 11 (epist. Phil.) | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀλῐγάκῐς''': [ᾰ], Ἐπίρρ. ([[ὀλίγος]]) ὀλίγας μόνον [[φοράς]], σπανίως, ἀντίθετ. τῷ [[πολλάκις]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 11, Εὐρ. Ὀρ. 393, Θουκ. 6. 38, Πλάτ., κτλ.· ὀλ. καὶ [[ὀλιγαχοῦ]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. 2) σπανίως ἐπὶ θετικῆς σημασίας, [[ἐνίοτε]], ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ πρῶτον 976· -[[τύπος]] τις ὀλιγάκι μνημονεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 172. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A but few times, seldom, Hp.VM9, Epid.1.26. δ', E.Or.393, Th.6.38, Pl. Phlb.52c, etc. ; ὀ. καὶ ὀλιγαχοῦ Arist.Rh.1404b29 :—a form ὀλιγάκι is cited in EM172.6.
German (Pape)
[Seite 319] wenige Male, selten; Eur. Or. 387; Thuc. 6, 38; Ggstz von πολλάκις, Plat. Phil. 52 b, öfter; Dem. 12, 11 (epist. Phil.)
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ὀλίγος) ὀλίγας μόνον φοράς, σπανίως, ἀντίθετ. τῷ πολλάκις, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 11, Εὐρ. Ὀρ. 393, Θουκ. 6. 38, Πλάτ., κτλ.· ὀλ. καὶ ὀλιγαχοῦ Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. 2) σπανίως ἐπὶ θετικῆς σημασίας, ἐνίοτε, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ πρῶτον 976· -τύπος τις ὀλιγάκι μνημονεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 172. 5.