θυμοραϊστής: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(c2)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1224.png Seite 1224]] ὁ, Leben zerstörend, [[θάνατος]] Il. 16, 414, δήϊοι 18, 220, öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1224.png Seite 1224]] ὁ, Leben zerstörend, [[θάνατος]] Il. 16, 414, δήϊοι 18, 220, öfter.
}}
{{ls
|lstext='''θῡμορᾰϊστής''': -οῦ, ὁ, ([[ῥαίω]]) ὁ τὴν ζωὴν καταστρέφων, [[θάνατος]] Ἰλ. Ν. 544, Ξ. 414, 580˙ δηΐων ὑπὸ θυμοραϊστέων Τ. 591, Σ. 220. - Ἀλλ’ ὁ Κόντος (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434) κρίνει ὀρθὸν τὸν τύπον θυμορραίστης.
}}
}}

Revision as of 10:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμορᾰϊστής Medium diacritics: θυμοραϊστής Low diacritics: θυμοραϊστής Capitals: ΘΥΜΟΡΑΪΣΤΗΣ
Transliteration A: thymoraïstḗs Transliteration B: thymoraistēs Transliteration C: thymoraistis Beta Code: qumorai+sth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (ῥαίω)

   A life-destroying, θάνατος Il.13.544, 16.414; δηΐων ὕπο θυμοραϊστέων ib.591. (θῡμο-ρραίστης Glauc. ap. Sch.B Il.16.414.)

German (Pape)

[Seite 1224] ὁ, Leben zerstörend, θάνατος Il. 16, 414, δήϊοι 18, 220, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμορᾰϊστής: -οῦ, ὁ, (ῥαίω) ὁ τὴν ζωὴν καταστρέφων, θάνατος Ἰλ. Ν. 544, Ξ. 414, 580˙ δηΐων ὑπὸ θυμοραϊστέων Τ. 591, Σ. 220. - Ἀλλ’ ὁ Κόντος (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434) κρίνει ὀρθὸν τὸν τύπον θυμορραίστης.