συννεφέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(No difference)
|
Revision as of 10:08, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
συννεφέω: (ἢ κατὰ Κόβητ. Var. Lect. σελ. 134 συννέφω), πρκμ. συννένοφα· ― συνάγω νεφέλας, συννέφειαν ποιῶ, Ζεὺς ξυννεφεῖ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502· σ. τὸ περιέχον Πλούτ. 2. 641D· ― ὡσαύτως ἀπροσ., συννεφεῖ, εἶναι «συννεφιά», (ὡς τὸ ὕει, νίφει, κτλ.), εἰ συννεφεῖ, εἰκὸς ὗσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 24· ξυννένοφε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «συννένοφεν· ἐσκυθρώπακεν». ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, συννεφοῦσαν ὄμματα, ἔχουσαν βλέμμα σκοτεινὸν καὶ κατηφές, Εὐρ. Ἠλ. 1078. κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 349, πρβλ. Φιλόστρ. 508· ἤρετο διὰ τί συννένοφεν Δίων Κ. 55. 11. 2) εἶμαι ὑπὸ νέφος, διατελῶ ἐν δυστυχίᾳ, ἀντίθετ. τῷ εὐτυχεῖν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 332. 7, πρβλ. Εὐστ. 127. 27. ― Ἴδε Χαριτωνίδ. Ποικ. Φιλολ. Τόμ. Αϳ, σ. 760 κἑξ.