φληναφάω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(13_2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] schwatzen; Ar. Equ. 664 Nub. 1458; φληναφῶν ἄνω [[κάτω]] Alexis bei Ath. VIII, 338 e; – Döderlein leitet es von [[φλῆνος]] u. ἅπτεσθαι ab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] schwatzen; Ar. Equ. 664 Nub. 1458; φληναφῶν ἄνω [[κάτω]] Alexis bei Ath. VIII, 338 e; – Döderlein leitet es von [[φλῆνος]] u. ἅπτεσθαι ab.
}}
{{ls
|lstext='''φληνᾰφάω''': (ἴδε [[φλέω]]) φλυαρῶ, μωρολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 644, Νεφ. 1475· τί [[ταῦτα]] ληρεῖς, φληναφῶν ἄνω [[κάτω]]; Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 1, καὶ σύνηθες παρὰ τοῖς μεταγεν., ὡς παρ’ Οἰνομάῳ ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 217C· καὶ ὁ [[τύπος]] φληναφέω ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. συγγραφ.· καὶ [[τύπος]] τις φληδάω μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.: «φληδῶντα· ληροῦντα».
}}
}}

Revision as of 10:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φληνᾰφάω Medium diacritics: φληναφάω Low diacritics: φληναφάω Capitals: ΦΛΗΝΑΦΑΩ
Transliteration A: phlēnapháō Transliteration B: phlēnaphaō Transliteration C: flinafao Beta Code: flhnafa/w

English (LSJ)

   A chatter, babble, Ar.Eq.664, Nu.1475; τί ταῦτα ληρεῖς, φληναφῶν ἄνω κάτω; Alex.25.1, cf. Oenom. ap. Eus.PE5.24, Procl. in Ti.1.90D.:—Pass., Phld.Rh.1.246 S., Ir.p.69 W.

German (Pape)

[Seite 1291] schwatzen; Ar. Equ. 664 Nub. 1458; φληναφῶν ἄνω κάτω Alexis bei Ath. VIII, 338 e; – Döderlein leitet es von φλῆνος u. ἅπτεσθαι ab.

Greek (Liddell-Scott)

φληνᾰφάω: (ἴδε φλέω) φλυαρῶ, μωρολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 644, Νεφ. 1475· τί ταῦτα ληρεῖς, φληναφῶν ἄνω κάτω; Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 1, καὶ σύνηθες παρὰ τοῖς μεταγεν., ὡς παρ’ Οἰνομάῳ ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 217C· καὶ ὁ τύπος φληναφέω ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. συγγραφ.· καὶ τύπος τις φληδάω μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.: «φληδῶντα· ληροῦντα».