ἀνειλέω: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(13_4) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] zurückdrängen, ἀνειληθέντες ἐς [[χωρίον]] τι Thuc. 7, 81; – aufwickeln, aufschlagen, [[γραμματίδιον]] Plut. Consol. ad Apoll. p. 337. – Med., ἡ τοῦ λόγου [[διέξοδος]] οἷον ἀνειλουμένη Plat. Criti. 109 a, zusammengedrängt; auch Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] zurückdrängen, ἀνειληθέντες ἐς [[χωρίον]] τι Thuc. 7, 81; – aufwickeln, aufschlagen, [[γραμματίδιον]] Plut. Consol. ad Apoll. p. 337. – Med., ἡ τοῦ λόγου [[διέξοδος]] οἷον ἀνειλουμένη Plat. Criti. 109 a, zusammengedrängt; auch Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνειλέω''': (ἴδε [[εἴλω]]), [[περικλείω]], στενοχωρῶ, στρυμώνω, καὶ τὸ ἀνειλῆσαι πολεμίους Φιλόστρ. 59: - Μέσ., συστρέφομαι, συναθροίζομαι, στρυμώνομαι, ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι [[χωρίον]] Θουκ. 7. 81· αἱ μέλιτται... [[αὐτοῦ]] ἀνειλοῦνται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40. 57· ἐπὶ ἀέρος κεκλεισμένου ἢ συμπυκνωθέντος ἐν τοῖς ἐντέροις, κρέσσον δὲ σὺν ψόφῳ διελθεῖν ἢ [[αὐτοῦ]] ἀνειλέεσθαι Ἱππ. Προγν. 40· ἐν Γαλην. Γλωσσ. σ. 432, ὑπάρχει: «ἀνειλισθῶσιν· εἰς τὸ ἄνω εἰλισθεῖσαι συστραφῶσιν»· - ἐπὶ ἤχου, ἀλλ’ [[αὐτοῦ]] προσκόπτουσαν ἀνειλεῖσθαι τὴν φωνὴν καὶ λαμβάνειν ὄγκον Ἀριστ. Ἀκουστ. 65· περιορίζομαι, «συμμαζεύομαι» περὶ τῆς γλώσσης ἐὰν... μὴ ὑπακούῃ, μηδ’ ἀνειλῆται Πλούτ. 2. 503C. ΙΙ. «ξεδιπλώνω», ἀνοίγω, ἀνειλήσαντα οὖν [τὸ γραμματάδιον] [[ἰδεῖν]] ἐγγεγραμμένα [[τρία]] [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 109C: - Παθ, Πλάτ. Κριτί. 109Α· ἴδε [[ἀνείλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 5 August 2017
English (LSJ)
A roll up or crowd together, πολεμίους Philostr.VA2.11:— Pass., crowd or throng together, ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον Th.7.81; αἱ μέλιτται . . αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Arist.HA627b12; of wind pent in the bowels, v.l. in Hp.Prog.11; πνεῦμα - ούμενον Epicur.Ep.2p.46U.; of sound, Arist.Aud.804a20; ἀνειλεῖται ἡ γλῶσσα is kept within bounds, Plu.2.503c. II unroll, ib.109d.
German (Pape)
[Seite 220] zurückdrängen, ἀνειληθέντες ἐς χωρίον τι Thuc. 7, 81; – aufwickeln, aufschlagen, γραμματίδιον Plut. Consol. ad Apoll. p. 337. – Med., ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλουμένη Plat. Criti. 109 a, zusammengedrängt; auch Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνειλέω: (ἴδε εἴλω), περικλείω, στενοχωρῶ, στρυμώνω, καὶ τὸ ἀνειλῆσαι πολεμίους Φιλόστρ. 59: - Μέσ., συστρέφομαι, συναθροίζομαι, στρυμώνομαι, ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι χωρίον Θουκ. 7. 81· αἱ μέλιτται... αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40. 57· ἐπὶ ἀέρος κεκλεισμένου ἢ συμπυκνωθέντος ἐν τοῖς ἐντέροις, κρέσσον δὲ σὺν ψόφῳ διελθεῖν ἢ αὐτοῦ ἀνειλέεσθαι Ἱππ. Προγν. 40· ἐν Γαλην. Γλωσσ. σ. 432, ὑπάρχει: «ἀνειλισθῶσιν· εἰς τὸ ἄνω εἰλισθεῖσαι συστραφῶσιν»· - ἐπὶ ἤχου, ἀλλ’ αὐτοῦ προσκόπτουσαν ἀνειλεῖσθαι τὴν φωνὴν καὶ λαμβάνειν ὄγκον Ἀριστ. Ἀκουστ. 65· περιορίζομαι, «συμμαζεύομαι» περὶ τῆς γλώσσης ἐὰν... μὴ ὑπακούῃ, μηδ’ ἀνειλῆται Πλούτ. 2. 503C. ΙΙ. «ξεδιπλώνω», ἀνοίγω, ἀνειλήσαντα οὖν [τὸ γραμματάδιον] ἰδεῖν ἐγγεγραμμένα τρία ταῦτα αὐτόθι 109C: - Παθ, Πλάτ. Κριτί. 109Α· ἴδε ἀνείλλω.