ῥυσαλέος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
(c1) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] runzlig, Nic. Al. 180, auch [[ῥυσσαλέος]] geschrieben. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] runzlig, Nic. Al. 180, auch [[ῥυσσαλέος]] geschrieben. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥῡσᾰλέος''': (ποιητ. ῥυσσαλέος) α, ον, ἐρρυσωμένος, ἐρρυτιδωμένος, πεπανθείς, ὀπώρην ῥυσσαλέην, «[[ἤτοι]] τὴν πεπανθεῖσαν καὶ πέπειρον» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 180. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:09, 5 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A wrinkled, ὀπώρη Nic.Al. 181.
German (Pape)
[Seite 852] runzlig, Nic. Al. 180, auch ῥυσσαλέος geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσᾰλέος: (ποιητ. ῥυσσαλέος) α, ον, ἐρρυσωμένος, ἐρρυτιδωμένος, πεπανθείς, ὀπώρην ῥυσσαλέην, «ἤτοι τὴν πεπανθεῖσαν καὶ πέπειρον» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 180.