παραζεύγνυμι: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(13_4) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] u. παραζευγνύω (s. [[ζεύγνυμι]]), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχθεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο θεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] u. παραζευγνύω (s. [[ζεύγνυμι]]), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχθεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο θεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραζεύγνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω, [[ζεύγνυμι]] πλησίον, [[συνάπτω]] εἰς γάμον, χρηστῷ πονηρὸν [[λέκτρον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 524· φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος, θεῖσα [[ἑκατέρωθεν]] δὺο φρουροὺς φύλακας τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 22. - Παθ., οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλεύει γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα, καὶ σώζει δόμους Εὐρ. Ἀποσπ. 1041· [[μετὰ]] δοτ., Δημ. 1460, ἐν τέλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 5 August 2017
English (LSJ)
and παραζευγνύω, aor. 2 Pass. παρεζύγην [ῠ] Epicur.Fr.59:—
A yoke beside, couple in marriage, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον E.Fr.520; φρουρὼ π. φύλακε σώματος having set beside him, Id.Ion22:—Pass., to be coupled to another, γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα καὶ σῴζει δόμους Id.Fr.1055.2, cf. Epicur. l.c.: c. dat., D.Prooem.55. 2 generally, associate, τί τινι Phld.Mus.p.71 K.:—Pass., to be associated in a task, PRyl.237.4 (iii A. D.); ἡ παρεζευγμένη χωλεία the associated lameness, Apollon.Cit.3.
German (Pape)
[Seite 478] u. παραζευγνύω (s. ζεύγνυμι), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχθεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο θεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παραζεύγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω, ζεύγνυμι πλησίον, συνάπτω εἰς γάμον, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον Εὐρ. Ἀποσπ. 524· φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος, θεῖσα ἑκατέρωθεν δὺο φρουροὺς φύλακας τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 22. - Παθ., οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλεύει γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα, καὶ σώζει δόμους Εὐρ. Ἀποσπ. 1041· μετὰ δοτ., Δημ. 1460, ἐν τέλ.