λώτισμα: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(c2)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0076.png Seite 76]] τό, die Blüthe, das Höchste, Schönste in seiner Art, ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα, Eur. Hel. 1609.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0076.png Seite 76]] τό, die Blüthe, das Höchste, Schönste in seiner Art, ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα, Eur. Hel. 1609.
}}
{{ls
|lstext='''λώτισμα''': τό, [[ἄνθος]]: μεταφορ. ὡς τὸ [[ἄνθος]] καὶ [[ἄωτος]], τὸ ὡραιότατον, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον, τὸ ἐξοχώτατον [[μέρος]], γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Εὐρ. Ἑλ. 1593˙ πρβλ. [[λωτίζομαι]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λώτισμα]]˙ οἱ πρῶτοι, καὶ ἐπίλεκτοι».
}}
}}

Revision as of 10:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώτισμα Medium diacritics: λώτισμα Low diacritics: λώτισμα Capitals: ΛΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: lṓtisma Transliteration B: lōtisma Transliteration C: lotisma Beta Code: lw/tisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a flower: metaph., like ἄνθος and ἄωτος, the fairest, choicest, best, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα E.Hel.1593, cf. A.Fr.99.17a.

German (Pape)

[Seite 76] τό, die Blüthe, das Höchste, Schönste in seiner Art, ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα, Eur. Hel. 1609.

Greek (Liddell-Scott)

λώτισμα: τό, ἄνθος: μεταφορ. ὡς τὸ ἄνθος καὶ ἄωτος, τὸ ὡραιότατον, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον, τὸ ἐξοχώτατον μέρος, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Εὐρ. Ἑλ. 1593˙ πρβλ. λωτίζομαι. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λώτισμα˙ οἱ πρῶτοι, καὶ ἐπίλεκτοι».