ἄπαργμα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(c2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄπαργμα''': -ατος, τό, = [[ἀπαρχή]], (ὃ ἴδε), καὶ ὡς ἐκεῖνο οὕτω καὶ τοῦτο τὸ πλεῖστον (ἂν οὐχὶ [[πάντοτε]]) κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1056, Λυσ. 106· ἀπάργματα ὧν αἱ ὧραι φέρουσιν ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθ.) 24651. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 381: = [[μασχαλίσματα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:18, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἀπαρχή (q.v.), in pl., Ar.Pax1056, Lyc. 106. II = μασχαλίσματα, EM118.22.
German (Pape)
[Seite 280] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαργμα: -ατος, τό, = ἀπαρχή, (ὃ ἴδε), καὶ ὡς ἐκεῖνο οὕτω καὶ τοῦτο τὸ πλεῖστον (ἂν οὐχὶ πάντοτε) κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1056, Λυσ. 106· ἀπάργματα ὧν αἱ ὧραι φέρουσιν ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθ.) 24651. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 381: = μασχαλίσματα.