πτερυγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(13_2)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] ες, zsgzgn statt [[πτερυγοειδής]], Sp. – Bei den Medic. sind οἱ πτερυγώδει ς Leute mit flügelartig vorstehenden Schulterblättern ohne Fleisch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] ες, zsgzgn statt [[πτερυγοειδής]], Sp. – Bei den Medic. sind οἱ πτερυγώδει ς Leute mit flügelartig vorstehenden Schulterblättern ohne Fleisch.
}}
{{ls
|lstext='''πτερῠγώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[πτερυγοειδής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7· ὦτα πτ., ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. 2) οἱ πτερυγώδεις, ἄνθρωποι κάτισχνοι, ὧν αἱ ὠμοπλάται ἐξέχουσιν ὡς πτερύγια, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1090, πρβλ. 1175Β· «[[ὅταν]] δὲ καὶ τὰ κατ’ ὠμοπλάτας αὐτοῖς ἄσαρκα [[τελέως]] ᾖ, καὶ γυμνὰ καὶ προπετῆ δίκην πτερύγων, ὀνομάζονται μὲν αἱ τοιαῦται [[φύσεις]] ὑπὸ τῶν ἰατρῶν πτερυγώδεις» Γαλην. 2. 76, 25, ἔκδ. Bas.
}}
}}

Revision as of 10:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερῠγώδης Medium diacritics: πτερυγώδης Low diacritics: πτερυγώδης Capitals: ΠΤΕΡΥΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pterygṓdēs Transliteration B: pterygōdēs Transliteration C: pterygodis Beta Code: pterugw/dhs

English (LSJ)

ες,= πτερυγοειδής, Thphr.HP3.12.7; ὦτα π., of elephants, Aret.SD2.13.    2 οἱ π. emaciated persons whose shoulder-blades stick out like wings, Hp.Epid.3.14, 6.3.10, cf. Gal.1.623, etc.

German (Pape)

[Seite 809] ες, zsgzgn statt πτερυγοειδής, Sp. – Bei den Medic. sind οἱ πτερυγώδει ς Leute mit flügelartig vorstehenden Schulterblättern ohne Fleisch.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ πτερυγοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7· ὦτα πτ., ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. 2) οἱ πτερυγώδεις, ἄνθρωποι κάτισχνοι, ὧν αἱ ὠμοπλάται ἐξέχουσιν ὡς πτερύγια, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1090, πρβλ. 1175Β· «ὅταν δὲ καὶ τὰ κατ’ ὠμοπλάτας αὐτοῖς ἄσαρκα τελέως ᾖ, καὶ γυμνὰ καὶ προπετῆ δίκην πτερύγων, ὀνομάζονται μὲν αἱ τοιαῦται φύσεις ὑπὸ τῶν ἰατρῶν πτερυγώδεις» Γαλην. 2. 76, 25, ἔκδ. Bas.