ἐναρμόνιος: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(13_5) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0830.png Seite 830]] übereinstimmend, schicklich; καὶ [[ἔνρυθμος]] [[αἴσθησις]] Plat. Legg. II, 654 a; τινί, Tim. Locr. 103 c u. Folgde. Bes. in der alten Musik, [[γένος]] ἐν. od. τὸ ἐναρμόνιον, von διάτονον u. χρωματικόν durch die Reihenfolge der Intervalle verschieden, Plut. Symp. 9, 14, 3, Music. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0830.png Seite 830]] übereinstimmend, schicklich; καὶ [[ἔνρυθμος]] [[αἴσθησις]] Plat. Legg. II, 654 a; τινί, Tim. Locr. 103 c u. Folgde. Bes. in der alten Musik, [[γένος]] ἐν. od. τὸ ἐναρμόνιον, von διάτονον u. χρωματικόν durch die Reihenfolge der Intervalle verschieden, Plut. Symp. 9, 14, 3, Music. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐναρμόνιος''': -ον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, τὴν ἔνρυθμόν τε καὶ ἐναρμόνιον αἴσθησιν μεθ’ ἡδονῆς, τὴν μεθ’ ἡδονῆς αἴσθηση τοῦ ῥυθμοῦ καὶ τῆς ἁρμονίας, Πλάτ. Νόμ. 654Α, κτλ.· τινι Τίμ Λοκρ. 103C· ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διάλ. 7. 4 ΙΙ. ἐν τῇ ἑλληνικῇ μουσικῇ γένος (ἢ [[μέλος]]) ἐναρμόνιον ἢ ἐναρμονικὸν ἢ ἐναρμόνιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ [[ἐναρμόνιος]] κλῖμαξ ἁπλουστέρα τῆς χρωματικῆς καὶ αὐτῆς ἔτι τῆς διατονικῆς, Πλούτ. 2. 711C, 744C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Σύνθ. 6· ἐναρμόνια [[μέλη]] ἐνῇδον Ἀριστ. Προβλ. 19. 15· ἴδε Chappell Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Μουσ. σ. ΧΧ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of musical sound, musical, ἔνρυθμος καὶ ἐ. αἴσθησις Pl.Lg.654a; ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλῳ τῶν ἄστρων Arist.Cael.290b22; ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.DDeor.7.4; νέκταρ, of music, AP7.29 (Antip. Sid.): metaph., in harmony with, ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι Ti.Locr.103c. Adv. -ίως Ph.1.107, Corn.ND32, Eustr.inEN9.2, Eust.1422.19. 2 in Lit. Crit., harmonious, περίοδος D.H.Dem.24; μεταβολαὶ ἐ. changes of harmony, Id.Comp.19, cf. ib.6 (Comp.). II in Music, enharmonic, συστήματα Aristox.Harm.p.17M.; δίεσις ib.p.47 M.; ἐ. μέλη Arist.Pr.918b22 (s. v.l.), cf. POxy.667.1, etc.
German (Pape)
[Seite 830] übereinstimmend, schicklich; καὶ ἔνρυθμος αἴσθησις Plat. Legg. II, 654 a; τινί, Tim. Locr. 103 c u. Folgde. Bes. in der alten Musik, γένος ἐν. od. τὸ ἐναρμόνιον, von διάτονον u. χρωματικόν durch die Reihenfolge der Intervalle verschieden, Plut. Symp. 9, 14, 3, Music.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναρμόνιος: -ον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, τὴν ἔνρυθμόν τε καὶ ἐναρμόνιον αἴσθησιν μεθ’ ἡδονῆς, τὴν μεθ’ ἡδονῆς αἴσθηση τοῦ ῥυθμοῦ καὶ τῆς ἁρμονίας, Πλάτ. Νόμ. 654Α, κτλ.· τινι Τίμ Λοκρ. 103C· ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διάλ. 7. 4 ΙΙ. ἐν τῇ ἑλληνικῇ μουσικῇ γένος (ἢ μέλος) ἐναρμόνιον ἢ ἐναρμονικὸν ἢ ἐναρμόνιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ ἐναρμόνιος κλῖμαξ ἁπλουστέρα τῆς χρωματικῆς καὶ αὐτῆς ἔτι τῆς διατονικῆς, Πλούτ. 2. 711C, 744C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Σύνθ. 6· ἐναρμόνια μέλη ἐνῇδον Ἀριστ. Προβλ. 19. 15· ἴδε Chappell Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Μουσ. σ. ΧΧ.