μύστης: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(13_5) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] ὁ, der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; [[χορός]], Ar. Ran. 363; μυστῶν [[κήρυξ]], Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = [[μυσταγωγός]], z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ [[μύστης]] τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] ὁ, der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; [[χορός]], Ar. Ran. 363; μυστῶν [[κήρυξ]], Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = [[μυσταγωγός]], z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ [[μύστης]] τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μύστης''': -ου, ὁ, ([[μυέω]]) ὁ μεμυημένος, Σιμων. (;) 180· τὰ μυστῶν ὄργι’ ηὐτύχησ’ ἰδὼν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 613· [[μετὰ]] γεν., Διὸς Ἰδαίου [[μύστης]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 390· μύστην σῶν θέτο παννυχίδων Ἀνθ. Π. 6. 162· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., μύσταισι χοροῖς Ἀριστοφ. Βάτρ. 370· μ. [[λύχνος]] Ἀνθ. Π. 7. 219· - Ἡ [[διαίρεσις]] τῶν μυουμένων εἰς [[τρεῖς]] ἢ πλείονας τάξεις ἢ βαθμοὺς [[μέχρι]] τοῦ τῶν ἐποπτῶν εἶναί πως [[ἀμφίβολος]], πρβλ. ἑρμην. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 745, Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 31 κἑξ., 128· μύσται καὶ ἐπόπται μνημονεύονται ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 5. 2) ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, πλησίον δὲ [[ἄλλο]] ἐστὶν ἱερὸν Διονύσου Μύστου Παυσ. 8. 54, 5· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀρτεμίδωρ. 2. 70, ἐν τέλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (μυέω)
A one initiated, Heraclit.14, AP9.147 (Antag. or Simon.), Arist.Ath.56.4, etc.; τοῖς μύστησιν καὶ τοῖς ἐπόπτῃσιν IG12.6.49; ὁ τῶν μ. κῆρυξ X.HG2.4.20; τὰ μυστῶν ὄργια E.HF613: c.gen., Διὸς Ἰδαίου μύστης Id.Fr.472.10 (anap.), cf. IG3.700; λύχνον μύστην σῶν θέτο παννυχίδων AP6.162 (Mel.); μ. ἀποκρύφων Vett.Val. 7.30, al.: as Adj., μ. χοροί Ar.Ra.370; μ. λύχνος AP7.219 (Pomp. Jun.). 2 a name of Dionysus, Paus.8.54.5; of Apollo, Artem. 2.70.
German (Pape)
[Seite 223] ὁ, der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; χορός, Ar. Ran. 363; μυστῶν κήρυξ, Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = μυσταγωγός, z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ μύστης τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29.
Greek (Liddell-Scott)
μύστης: -ου, ὁ, (μυέω) ὁ μεμυημένος, Σιμων. (;) 180· τὰ μυστῶν ὄργι’ ηὐτύχησ’ ἰδὼν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 613· μετὰ γεν., Διὸς Ἰδαίου μύστης ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 390· μύστην σῶν θέτο παννυχίδων Ἀνθ. Π. 6. 162· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μύσταισι χοροῖς Ἀριστοφ. Βάτρ. 370· μ. λύχνος Ἀνθ. Π. 7. 219· - Ἡ διαίρεσις τῶν μυουμένων εἰς τρεῖς ἢ πλείονας τάξεις ἢ βαθμοὺς μέχρι τοῦ τῶν ἐποπτῶν εἶναί πως ἀμφίβολος, πρβλ. ἑρμην. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 745, Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 31 κἑξ., 128· μύσται καὶ ἐπόπται μνημονεύονται ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 5. 2) ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, πλησίον δὲ ἄλλο ἐστὶν ἱερὸν Διονύσου Μύστου Παυσ. 8. 54, 5· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀρτεμίδωρ. 2. 70, ἐν τέλ.